Μέσα στο πολυσύμπαν των πολυτελών brands, η Chloé ήταν πάντα ένας λαμπερός φάρος εξαίρεσης. Με τη νέα του μπουτίκ στην Αθήνα, το παριζιάνικο πνεύμα της βρίσκει ένα νέο σπίτι.
Εβδομήντα τρία χρόνια μετά την ίδρυση του οίκου που σφράγισε τη γυναικεία κομψότητα του 20ού αιώνα, η φιλοσοφία παραμένει αναλλοίωτη: ρούχα φτιαγμένα από γυναίκες, για γυναίκες. Κι ενώ ο κόσμος της μόδας ταλαντεύεται ανάμεσα στη νοσταλγία και την ανανέωση, η επιλογή της καλλιτεχνικής διευθύντριας, Chemena Kamali, δείχνει πως ο οίκος επιστρέφει στην καρδιά της δικής του ιστορίας.
Αυτή η επιστροφή στο αυθεντικό πνεύμα της Chloé αποκτά πλέον και φυσική παρουσία στην Αθήνα, με το άνοιγμα της πρώτης μπουτίκ του οίκου στο City Link, επί της οδού Σταδίου 4. «Η Αθήνα έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε έναν δυναμικό προορισμό για τη μόδα και τον πολιτισμό, με έναν δημιουργικό παλμό που συνδυάζει το παρελθόν με το παρόν, με φυσικό τρόπο», σημειώνει η κ. Ιωάννα Αγγελή, διευθύντρια μάρκετινγκ της Kalogirou S.A. «Υπάρχει μια νέα ενέργεια στην πόλη, μια αίσθηση αυθεντικότητας και αναγέννησης, που ταιριάζει απόλυτα με τη φιλοσοφία της Chloé», συμπληρώνει.
Η ιστορία του οίκου Chloé
Η ιδρύτρια, Gaby Aghion, γεννήθηκε το 1921 στην Αλεξάνδρεια και λάτρευε τη γαλλική κουλτούρα. Από μικρή ξεφύλλιζε τα περιοδικά μόδας του Παρισιού και, μαζί με τη μητέρα της, ζητούσε από μοδίστρες να αναπαράγουν τα σχέδια που θαύμαζε. Όταν μετακόμισε στο Παρίσι το 1945, ανακάλυψε μια κοινωνία που ζούσε στο ρυθμό των καφέ του Saint-Germain και τις συζητήσεις των υπαρξιστών. Μέσα σε αυτό το πνευματικό περιβάλλον, η Aghion ονειρεύτηκε μια νέα μορφή πολυτέλειας: απελευθερωμένη από τη βαρύτητα της υψηλής ραπτικής, προσιτή, ανθρώπινη.
Το 1952 ιδρύει τον οίκο Chloé, δανειζόμενη το όνομα μιας φίλης της. Δεν χρησιμοποίησε το δικό της· φοβόταν μήπως αποτύχει και ντροπιάσει την οικογένειά της. Τα πρώτα της φορέματα, «εμπνευσμένα από όσα φορούσαμε στα αθλητικά κλαμπ της Αιγύπτου», έφεραν την ανεπιτήδευτη κίνηση που θα γινόταν σήμα κατατεθέν του οίκου Chloé. Αντί για επιδείξεις στα ατελιέ, η Aghion προτιμούσε πρωινά ραντεβού στο Café de Flore, όπου παρουσίαζε τις συλλογές της σε φίλες και δημοσιογράφους, ανάμεσα σε espresso και τσιγάρα Gauloises. Κάπως έτσι, ανεπιτήδευτα, γεννήθηκε το πρώτο prêt-à-porter. Συχνά ο Yves Saint Laurent θεωρείται ο δημιουργός της έννοιας, με τη γραμμή Rive Gauche, όμως η Aghion το είχε τολμήσει πάνω από δέκα χρόνια νωρίτερα. Ήταν η πρώτη που αντιλήφθηκε ότι οι γυναίκες δεν ήθελαν απλώς να φορούν μόδα, αλλά να την ζουν.
Σήμερα, αυτή η φιλοσοφία αποτυπώνεται και στην εμπειρία της νέας αθηναϊκής boutique, που είναι σχεδιασμένη για να εκφράζει τη θαρραλέα θηλυκότητα της Chloé. «Στην μπουτίκ της Αθήνας αυτή η φιλοσοφία εκφράζεται μέσα από τον χώρο, το φως, τα υλικά και τη λεπτομέρεια. Οι φυσικοί τόνοι, οι απαλές υφές και η αρμονική ισορροπία μεταξύ κομψότητας και απλότητας δημιουργούν μια εμπειρία οικεία, ανθρώπινη και αληθινή. Θέλαμε να αποπνέει την ίδια ζεστασιά και εσωτερική δύναμη που χαρακτηρίζει κάθε γυναίκα Chloé», εξηγεί η κ. Αγγελή.
Ο οίκος μέσα από τα μάτια των δημιουργών του
Με κοφτερή διαίσθηση η Aghion ήξερε να εντοπίζει τη «διάθεση της στιγμής». Το 1966, όταν προσέλαβε τον Karl Lagerfeld, του έδωσε πλήρη ελευθερία δημιουργίας. Ο σχεδιαστής έφερε έναν αέρα μοντερνισμού χωρίς να προδώσει τον ρομαντισμό του brand. Από τα κίτρινα shift φορέματα των ’60s έως τα παιχνιδιάρικα σχέδια των ’80s, η Chloé έγινε συνώνυμη της κομψότητας και της έκφρασης.
Μετά τον Lagerfeld, διάσημες σχεδιάστριες όπως, μεταξύ άλλων, η Martine Sitbon, η Stella McCartney και η Phoebe Philo ανέλαβαν τα ηνία. Κάθε μία αντιμετώπισε την πρόκληση να διατηρήσει τη θηλυκή και μποέμ ουσία του οίκου, προσθέτοντας παράλληλα την προσωπική της πινελιά στις συλλογές. Υπό την καθοδήγηση της Phoebe Philo τη δεκαετία του 2000 (η οποία διαμόρφωσε το DNA του οίκου), η Chloé γνώρισε μια παγκόσμια αναγέννηση. Ο έξυπνος μινιμαλισμός και η κομψότητά της γοήτευσαν μια νέα γενιά πελατών που αγαπούσαν τη μόδα, και η τσάντα Paddington, μία από τις πρώτες “it bags” της εποχής, έγιναν σύμβολα μιας νέας, ανεπιτήδευτης πολυτέλειας. Η ζήτηση της ήταν τόσο μεγάλη, που η αρχική παραγωγή των 8.000 κομματιών, της άνοιξης του 2005, εξαντλήθηκε πριν καν φτάσει στα καταστήματα.
Ακολούθησαν η Clare Waight Keller, με την ανάλαφρη κομψότητά της, και η Natacha Ramsay-Levi, που επανέφερε τη γήινη δύναμη του μποέμ στοιχείου μέσα από συνεργασίες με καλλιτέχνες και ζωγράφους. Το 2020, η Gabriela Hearst έφερε την πιο ριζική αλλαγή: η Chloé έγινε ο πρώτος μεγάλος οίκος με πιστοποίηση B-Corp, αποδεικνύοντας ότι η βιωσιμότητα δεν είναι σύνθημα, αλλά μέτρο ηθικής ευθύνης. «Η αληθινή πολυτέλεια σήμερα είναι η αυθεντικότητα και η συνέπεια», δήλωνε τότε η Hearst και η Chloé το έκανε πράξη.
Η αποχώρησή της Hearst το 2023 αιφνιδίασε, δεδομένης της σημαντικής επανάστασης που έφερε η Ουρουγουανή δημιουργός σε όλα τα επίπεδα. Οι πρωτοβουλίες της, όπως το Chloé Circular Denim Project και οι συνεργασίες της με τα Ηνωμένα Έθνη, επαναπροσδιόρισαν τη θέση του οίκου ως κάτι περισσότερο από μια απλή μάρκα ρούχων.
Η 44χρονη Chemena Kamali πήρε τη σκυτάλη το 2023 και η παρουσία της μπουτίκ στην Αθήνα σηματοδοτεί αυτή τη νέα εποχή: πιο γήινη, πιο ουσιαστική, πιο κοντά στο ανθρώπινο μέτρο. «Θέλω να βεβαιωθώ ότι υπάρχει πρόοδος, ότι κάτι εξελίσσεται. Κατά κάποιο τρόπο διευρύνουμε τα όρια του τι είναι η Chloé», δήλωσε.
Αυτή η αντίληψη για την εξέλιξη του οίκου συναντάται και στη φιλοσοφία της Chloé για την πολυτέλεια, μια έννοια που, όπως σημειώνει η κ. Αγγελή, αποκτά πλέον πιο εσωτερικό νόημα. «Η πολυτέλεια σήμερα δεν αφορά την επίδειξη, αλλά την ουσία, τη σύνδεση με αυτό που έχει διαχρονική αξία και προσωπικό νόημα. Για την Chloé, η πολυτέλεια εκφράζεται μέσα από την αυθεντικότητα, τη λεπτομέρεια και την αίσθηση ηρεμίας που προσφέρει η εμπειρία του brand. Δεν πρόκειται μόνο για προϊόντα, αλλά για έναν τρόπο ζωής που αναδεικνύει τη θηλυκότητα, την ευγένεια και την εσωτερική αρμονία. Η αληθινή πολυτέλεια είναι τελικά η ικανότητα να παραμένεις πιστός στον εαυτό σου, να επιλέγεις την ποιότητα έναντι της ποσότητας και να περιβάλλεσαι από πράγματα που έχουν ψυχή».