Με το wellness να κυριαρχεί στην καθημερινότητα μας και να προστάζει όλες μας τις προτιμήσεις, οι μη αλκοολούχες μπύρες επιλέγονται από όσους τους αρέσει το ποτό, αλλά και η νηφαλιότητα.

Πέρα όμως από την νηφαλιότητα – δηλαδή την χρηστικότητά τους – οι μπύρες free, προσφέρουν μια δίοδο από την κατάχρηση αλκοόλ και φαίνεται να ταιριάζει σε ένα προφίλ ενός πιο συνειδητοποιημένου καταναλωτή, που πίνει μικρές έως και μηδενικές, ποσότητες αλκοόλ. Κάπως έτσι, τα τελευταία χρόνια, ο κλάδος των ποτών έχει γίνει μάρτυρας μιας σημαντικής στροφής προς μια πιο προσεκτική προσέγγιση της υγείας, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάδειξη της μη αλκοολούχας μπύρας, σε έναν ισχυρό παίκτη. Τα free αυτά ποτά, που κάποτε είχαν παραγκωνιστεί στο περιθώριο, με την ταμπέλα του εξειδικευμένου προϊόντος, έχουν πλέον γίνει σύμβολο των μεταβαλλόμενων προτιμήσεων και προτεραιοτήτων των καταναλωτών. Η αλλαγή αυτή δεν είναι απλώς μια τάση ή ένα σημείο των καιρών, αλλά φαίνεται να σηματοδοτεί την έναρξη της χρυσής εποχής των μη αλκοολούχων ποτών.

Η χρυσή εποχή της μη αλκοολούχας μπύρας – Το προφίλ των νέων καταναλωτών

Η αναγέννηση της μη αλκοολούχας μπύρας
Η πορεία της μπύρας χωρίς αλκοόλ, από το περιθώριο στην κεντρική σκηνή, είναι μια ιστορία επανεφεύρεσης και καινοτομίας, καθώς ιστορικά, η μη αλκοολούχα μπύρα πάλευε να ξεφύγει από το στίγμα της ανιαρής εναλλακτικής με την υποβαθμισμένη γεύση. Η ιστορία της χρονολογείται από τον Μεσαίωνα, όταν παρασκευαζόταν με βρασμό του αλκοόλ από τον μούστο. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία κατέληξε να απαλλάξει το ποτό από τα φυσικά του αρώματα, με αποτέλεσμα να το κάνει να μην είναι το ίδιο εύγευστο, οδηγώντας σε πτώση της δημοτικότητάς του. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν είδαμε έκρηξη της μπύρας 0% μέχρι πρόσφατα.

Τα πράγματα άλλαξαν από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι ζυθοποιοί πειραματίστηκαν με τη δημιουργία ενός ποτού που διατηρούσε τη γεύση της παραδοσιακής μπύρας, αλλά χωρίς τις μεθυστικές επιδράσεις του αλκοόλ. Οι αρχικές προσπάθειες αντιμετωπίστηκαν με σκεπτικισμό, καθώς οι πρώτες μη αλκοολούχες μπύρες συχνά δεν είχαν τη στιβαρή γεύση και ποιότητα των αντίστοιχων αλκοολούχων. Ωστόσο, καθώς η τεχνολογία και οι τεχνικές ζυθοποιίας εξελίχθηκαν, η βιομηχανία άρχισε να βλέπει μια σταδιακή βελτίωση στην παραγωγή μη αλκοολούχου μπύρας. Αυτό οδήγησε στην πρώτη εμπορική μη αλκοολούχα μπύρα, η οποία δημιουργήθηκε από τη μάρκα Clausthaler, με το προϊόν να κυκλοφορεί το 1979 και τα υπόλοιπα να αποτελούν ιστορία.

Τα τελευταία χρόνια όμως, παρατηρείται μια αναγέννηση αυτού του ποτού, η οποία χαρακτηρίζεται από τη δέσμευση των ζυθοποιείων να επαναπροσδιορίσουν την αντίληψη της free μπύρας και να της προσδώσουν την ίδια ποιότητα και πολυπλοκότητα με τις αντίστοιχες αλκοολούχες.

Γιατί αρέσουν οι μη αλκοολούχες μπύρες;
Μια από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις πίσω από τη ραγδαία άνοδο της μη αλκοολούχας μπύρας είναι η παγκόσμια στροφή προς έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής. Οι καταναλωτές γίνονται όλο και πιο συνειδητοποιημένοι ως προς την υγεία τους, αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις που τους επιτρέπουν να απολαμβάνουν την ευθυμία που συνδέεται με την μπύρα – ή το ποτό γενικότερα – χωρίς τις βλαβερές συνέπειες του αλκοόλ. Η μη αλκοολούχα μπύρα, με τη χαμηλότερη περιεκτικότητά της σε θερμίδες και την απουσία κινδύνων για την υγεία που σχετίζονται με το αλκοόλ, αναδεικνύεται έτσι, ως η ιδανική επιλογή για όσους επιθυμούν να εξισορροπήσουν την κοινωνική απόλαυση με την προσωπική ευημερία. Οι οικονομικοί και ρυθμιστικοί παράγοντες συνέβαλαν επίσης στην άνθηση της αγοράς μη αλκοολούχου μπύρας. Οι κυβερνήσεις και οι οργανισμοί υγείας παγκοσμίως έχουν ενθαρρύνει πολιτικές που προωθούν την υπεύθυνη κατανάλωση και πολλοί καταναλωτές λαμβάνουν υπόψη τους αυτές τις συμβουλές. Ως αποτέλεσμα, οι ζυθοποιίες έχουν αναγνωρίσει την ανάγκη να διαφοροποιήσουν τις προσφορές τους και να συμπεριλάβουν μη αλκοολούχες επιλογές, αξιοποιώντας μια αγορά που κάποτε αγνοούνταν.

Σε όλο αυτό βέβαια, υπάρχει και μια κοινωνική πτυχή που επηρεάζει και επηρεάζεται από το προϊόν. Η άνοδος της μη αλκοολούχου μπύρας, δεν αφορά μόνο την προσωπική υγεία, αλλά είναι επίσης συνυφασμένη με μια ευρύτερη μετατόπιση των κοινωνικών προτύπων. Το στίγμα γύρω από την αποχή από το αλκοόλ μειώνεται και η μη αλκοολούχα μπύρα έχει γίνει μια επιλογή χωρίς αποκλεισμούς για κοινωνικές συγκεντρώσεις. Είτε σε ένα μπαρ, είτε σε ένα εστιατόριο, είτε σε ένα μπάρμπεκιου στην αυλή, όλοι μπορούν πλέον να απολαύσουν ένα μη αλκοολούχο ποτό, χωρίς να αισθάνονται εκτός τόπου και χρόνου.

Δημιουργώντας την ιδανική εναλλακτική
Η αναβίωση της free μπύρας βέβαια, δεν είναι απλώς μια υπόκυψη στις τάσεις υγείας, αλλά και μια απόδειξη της δεξιοτεχνίας και της ποιότητας που συνδέονται πλέον με αυτά τα ποτά. Οι ζυθοποιίες σε όλο τον κόσμο έχουν αγκαλιάσει την πρόκληση της δημιουργίας μη αλκοολούχων μπυρών που ανταγωνίζονται τις αντίστοιχες αλκοολούχες από άποψη πολυπλοκότητας γεύσης, αρώματος και αίσθησης στο στόμα. Πώς λοιπόν παρασκευάζεται η μη αλκοολούχα μπύρα; Θα περίμενε κανείς ότι αυτή η καθαρή εκδοχή της μπύρας θα παρασκευαζόταν με τον ίδιο τρόπο όπως η κανονική μπύρα, με την παράλειψη μερικών βημάτων στη διαδικασία. Αλλά η μη αλκοολούχα μπύρα στην πραγματικότητα χρειάζεται μερικά επιπλέον βήματα για να δημιουργηθεί. Στην ουσία, το αλκοόλ αφαιρείται από τη μπύρα με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους: την μη ζύμωση, την αραίωση, την αποαλκοολοποίηση και την περιορισμένη ζύμωση, με τους δύο τελευταίους να είναι οι πιο συνηθισμένοι που υιοθετούνται από τους μεγάλους παραγωγούς μπύρας.

Το παράδοξο της free επιλογής
Μετά από όλη αυτή την ανάλυση είναι πολύ δελεαστικό να ρίξετε μια ματιά στο κουτάκι της μπύρας και να δείτε αν όντως περιέχει 0% αλκοόλ. Εξάλλου, ονομάζεται “μη αλκοολούχα μπύρα”, άρα θα περιέχει όντως μηδέν αλκοόλ. Η πραγματικότητα είναι όχι. Οι περισσότερες μπύρες λοιπόν, που ισχυρίζονται ότι είναι μη αλκοολούχες, εξακολουθούν να περιέχουν περίπου 0,5% αλκοόλ. Στην πραγματικότητα, οι μπύρες μπορούν να χαρακτηρίζονται ως free, μόνο αν περιέχουν 0,5% αλκοόλ ή λιγότερο. Αυτή είναι μια χαμηλότερη ποσότητα, σε σύγκριση με το κανονικό είδος μπύρας, το οποίο περιέχει 5% ή περισσότερο, γεγονός που την κάνει μια ασφαλέστερη επιλογή. Ωστόσο, μελέτες έχουν δείξει ότι ακόμη και αυτή η φαινομενικά αθώα ποσότητα αλκοόλ μπορεί να προκαλέσει στους αλκοολικούς την επιστροφή στον εθισμό τους, αλλά και σε μακροχρόνια και μεγάλη χρήση, να καταστεί επιζήμια για τον οργανισμό των καταναλωτών.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image