Πόσο έχουν αλλάξει οι ανάγκες μας και η τεχνολογία στο πέρασμα των χρόνων; Συγκρίναμε το Mazda MX-5 1.5 SkyActiv soft top με το Mazda Mx5 1.6 NA. Αυτή είναι η εμπειρία που ζήσαμε.

Η διαδρομή έχει σπορ απόχρωση αφού περιλαμβάνει πολλές «ειδικές» και μας φέρνει από τη θάλασσα στο βουνό και τούμπαλιν. Πιάνουμε την παλιά Εθνική οδό Αθηνών – Πατρών και οδεύουμε προς Μέγαρα και Αλεποχώρι. Μετά το Μεγάλο Πεύκο (Νέα Πέραμος για τους νεότερους), τα δύο ΜΧ-5 πολύ πρόθυμα πιάνουν ρυθμό για να φτάσουμε στο πρώτο stop over στην Ψάθα. Το νέο έχει οριακά μικρότερο μήκος, αρκετά μεγαλύτερο πλάτος, αλλά στην πράξη μοιάζει λιγότερο ευρύχωρο από το παλιό. Τα επιβεβλημένα σύγχρονα καλούδια που αφορούν την άνεση, αλλά και την ασφάλεια, περιορίζουν τον διαθέσιμο δύο χώρο. Πέραν αυτού, ο σύγχρονος κινητήρας με τη μικρότερη χωρητικότητα (1.5 έναντι 1.6), αλλά τη σημαντικά μεγαλύτερη (42 PS) απόδοση ισχύος έχει να τα βάλει με το ίδιο πρακτικά απόβαρο και το αποτέλεσμα σε επίπεδο επιδόσεων είναι ξεκάθαρα υπέρ του καινούριου. Μη νομίζετε ότι βάζει φωτιά στην άσφαλτο, αλλά όσο να ‘ναι το ταξίδι του είναι άνετο, σημαντικά πιο ξεκούραστο και πιο οικονομικό. Ο άμεσος ψεκασμός του καυσίμου στον κινητήρα σε συνδυασμό με καύσιμο 98 οκτανίων κάνουν ένα μικρό θαύμα και έτσι έχουμε τα προαναφερθέντα αποτελέσματα.

Δύο ΜΧ5 διαφορετικής γενιάς σε μια απρόσμενη σύγκριση
Δύο ΜΧ5 διαφορετικής γενιάς σε μια απρόσμενη σύγκριση

Το ανηφορικό κομμάτι που μας φέρνει πάνω από το Πόρτο Γερμενό «δικάζει» το παλιό, το οποίο δείχνει τρομερή έφεση στη διατήρηση της φόρας στις στροφές αλλά προδίδεται στην έξοδο της κάθε μιας από αυτές από τη μικρή απόδοση του κινητήρα. Το νέο είναι πιο άνετο, έχει και μια σχέση παραπάνω στο κιβώτιό του, μεγαλύτερη ελαστικότητα και γενικότερα περισσότερη έφεση στο «μάζεμα» των χιλιομέτρων. Η ανάρτηση με τους πολλαπλούς συνδέσμους πίσω κάνει πολύ ενδιαφέρουσα την ανταπόκριση του αυτοκινήτου στην πίεση, όταν ο δρόμος έχει στροφές. Το στροφάρισμα του κινητήρα είναι ευχάριστο και σε βάζει σε ένα πιο «πολεμικό» mood, το ίδιο και ο επιλογέας που περνάει από σχέση σε σχέση με μια μικρή κίνηση του καρπού. Αλλά το ιδιαίτερο στην περίπτωση των δύο αυτοκινήτων είναι ότι πρόκειται για στοιχεία που έρχονται από την πρώτη έκδοση του μοντέλου και αποτελούν διαχρονικά χαρακτηριστικά.

Ακολουθώντας τον δρόμο πάνω από το Πόρτο Γερμενό, οι μυρωδιές από τα δέντρα και το ρετσίνι δίνουν επικό τόνο στη βόλτα. Εκεί, ακούσια, ο ρυθμός χαλαρώνει για να διαρκέσει περισσότερο η απόλαυση, η οποία προφανώς και είναι ίδια σε όποιο από τα δύο ΜΧ-5 κι αν είσαι. Η σκιά από τα δέντρα διατηρεί υγρασία στο οδόστρωμα παρότι έχουν περάσει πολλές ώρες από τη στιγμή που σταμάτησε η βροχή. Ούτως η άλλως, λοιπόν, προτιμήθηκε η ψυχοθεραπευτική χαλάρωση του ρυθμού για την απόλαυση των αρωμάτων της φύσης από το να μείνουμε σε έναν ανούσιο σπορ ρυθμό. Σε τέτοιου είδους διαδρομές το μυστικό είναι να μη βιάζεσαι. Ετσι, αφήνουμε το γκάζι για να κρατήσει περισσότερο η βόλτα. Προτιμάμε να μην ανέβουμε το βουνό προς τα Βίλια αλλά να πάμε παραλιακά, περνώντας από το Αλεποχώρι προς τον Σχίνο και από εκεί να σκαρφαλώσουμε στα Γεράνια, προς Πίσια και Περαχώρα, με προορισμό το Λουτράκι, κάνοντας πρώτα μια στάση στη λίμνη Βουλιαγμένης.

Δύο ΜΧ5 διαφορετικής γενιάς σε μια απρόσμενη σύγκριση
Δύο ΜΧ5 διαφορετικής γενιάς σε μια απρόσμενη σύγκριση

Το νέο MX- 5 αρχίζει να γίνεται ολοένα και πιο εθιστικό. Σε κάποιες κλειστές αλλά και γλιστερές στροφές θέλει το τέχνασμά του για να «γυρίσει», αλλά τελικά θα σε κάνει να χαμογελάσεις. Εχεις στα χέρια σου ένα εξαιρετικό τιμόνι που σε συνδυασμό με την σωστά μελετημένη ανάρτηση σου χαρίζει αντίστοιχα καλό κοντρόλ και το μόνο που σου λείπει -πάλι- είναι η δύναμη για να κρατήσεις την πλαγιολίσθηση λίγο παραπάνω. Τα φρένα, με τη «σταθερά» των δίσκων σε όλους τους τροχούς να είναι ένα ακόμα διαχρονικό χαρακτηριστικό, κάνουν τη δουλειά τους με συνέπεια και αντοχή στη σκληρή χρήση.
Περνάω ΜΧ-5 NA και η μόνιμη επωδός έχει να κάνει με την άνεση που είναι λίγο βελτιωμένη στο νέο, εις βάρος όμως της ευρυχωρίας. Το πρώτο ΜΧ-5 σου δίνει την εντύπωση πως είναι πολύ πιο ευρύχωρο παρά τη στενότερη θέση οδήγησης που ορίζει η τοποθέτηση του χειρόφρενου στα αριστερά του τούνελ της μετάδοσης – το οποίο σε όλες τις επόμενες γενιές του μοντέλου είναι στα δεξιά. Αλλη μια διαφορά που πρέπει να πιστώσουμε στο νέο είναι η ύπαρξη σημαντικά καλύτερης μόνωσης. Στο ΜΚ1 είναι κάποιες φορές που νομίζεις ότι θα πάρει φωτιά το αριστερό σου πόδι, καθώς η θερμότητα που εκπέμπεται από το τούνελ είναι έντονη και με διάρκεια. Επίσης η εργονομία στο νέο είναι σημαντικά καλύτερη και αυτό το διαπιστώνεις από την πρώτη στιγμή που πας να ανοίξεις τα παράθυρα στο πρώτο, φέρνοντας τόσο πίσω το δεξί σου χέρι πάνω στο τούνελ της μετάδοσης, που είσαι σαν να ρυθμίζεις το μείγμα στο μοτέρ του καρτ.
Κατά τα άλλα, το σήμα κατατεθέν της πρώτης γενιάς, τα αναδιπλούμενα φώτα εμπρός, μπορεί να μη φωτίζουν και τόσο πολύ, είναι όμως τόσο ξεχωριστά σαν αισθητική λεπτομέρεια πάνω στο αυτοκίνητο που θα τα ήθελες σε όλες τις γενιές. Προσωπικά τα θεωρώ έναν καλό λόγο για να κοιτάς στις αγγελίες των μεταχειρισμένων μόνο για ΜΚ1 και ας έχουν όλες ανεξαιρέτως οι γενιές του roadster της Mazda τα ίδια πάνω – κάτω θέλγητρα για να σε τραβήξουν κοντά τους. Η ποιότητα κατασκευής είναι ένα χαρακτηριστικό που προσδιορίζει την αξία του κατασκευαστή και έχοντας στο χέρι ένα Mazda σχεδόν 30 χρόνων μπορείς να αντιληφθείς και να δικαιολογήσεις πώς έχει φτάσει σήμερα να θεωρείται μία από τις κορυφαίες ιαπωνικές μάρκες. Εχέγγυο για την αντοχή στον χρόνο αποτελεί η εικόνα ετούτου εδώ του ΜΚ1, που είναι πραγματικά σαν καινούριο, χωρίς επεμβάσεις από τον ιδιοκτήτη του.

Δύο ΜΧ5 διαφορετικής γενιάς σε μια απρόσμενη σύγκριση

Φτάνοντας στο Λουτράκι, η αποδρομή της μέρας μας φέρνει μπροστά σε έναν απολογιστικό διάλογο. Τα δύο ΜΧ-5 είναι τόσο κοντά όσο και μακριά σε ό,τι έχει να κάνει με αυτά που προσφέρουν στον οδηγό τους. Κοιτώντας τα από το πλάι διαπιστώνουμε ότι η εξέλιξη του σχήματος δεν είναι τόσο δραματική όσο θα μπορούσε να είναι με βάση τα σχεδόν 30 χρόνια που τα χωρίζουν. Από το 1989 που παρουσιάστηκε το ΜΚ1 (NA) έως το 2018 του ΜΚ4 (ND) η φόρμα έχει παραμείνει σχεδόν αναλλοίωτη. Το ίδιο και ο χαρακτήρας, αλλά και η απόλαυση που προσφέρουν στον οδηγό τους. Η εξέλιξη είναι ορατή στα σημεία που έχουν σημασία για να είναι πιο ξεκούραστες όλες οι διαδικασίες: από την ορατότητα με τα καλύτερα φώτα έως την κουκούλα που έχει γίνει παιχνιδάκι το να την ανοιγοκλείνεις με το ένα χέρι – στην πρώτη γενιά πρέπει να έχεις φάει τα νιάτα σου στον πάγκο του γυμναστηρίου για να αντεπεξέλθεις. Η εφαρμογή της είναι ένα ακόμα στοιχείο που ακολούθησε την εξέλιξη, όπως και η απόδοση του κλιματισμού που σου δημιουργεί ένα περιβάλλον ιδανικό για να ταξιδεύεις κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο του καλοκαιριού.

Δύο ΜΧ5 διαφορετικής γενιάς σε μια απρόσμενη σύγκριση
Δύο ΜΧ5 διαφορετικής γενιάς σε μια απρόσμενη σύγκριση

Από την άλλη, όμως, ποιος νοιάζεται για όλα τα παραπάνω; Οταν το φως πέφτει, το ΜΧ-5 οποιασδήποτε γενιάς σού δίνει την ευκαιρία να έχεις τον ουρανό με τα άστρα πάνω από το κεφάλι σου, μια αίσθηση ελευθερίας ανάλογη μοτοσικλέτας. Είτε έχεις στα χέρια το καινούριο είτε το παλιό το ταξίδι ή απλώς η βόλτα γίνονται αυτοσκοπός. Με χαλαρό ρυθμό, μουσική και γεμάτο ρεζερβουάρ η απόλαυση της διαδρομής επιστρέφει. Η παράσταση που παρακολούθησες πίσω από το τιμόνι δεν περιορίστηκε από το πλαίσιο του παρμπρίζ. Η μυσταγωγία της οδήγησης με το αυτοκίνητό σου, το δέσιμο με αυτό, όπως κανένα άλλο δέσιμο με οποιοδήποτε βιομηχανικό προϊόν, η μυρωδιά του νοτισμένου αέρα, με μια υπόνοια βενζίνης, όλα προσφέρουν ανόθευτη χαρά και ευχαρίστηση ακόμα και σήμερα, σε πείσμα των καιρών. Τελικά, μάλλον τόσες ώρες είχα ανοίξει διάλογο με τα ίδια τα αυτοκίνητα. Και παρότι απέχουν σχεδόν 30 χρόνια, νομίζω ότι και τα δύο μου απάντησαν ότι το μόνο που χρειάζονται είναι καλό καύσιμο και διάθεση. Δίκιο έχουν.