Το Île d’Yeu έγινε αγαπημένος τόπος ήρεμων διακοπών για την γαλλική καλλιτεχνική ελίτ και όχι μόνο,
Ακόμα και για τους Γάλλους, η λέξη «νησί» όταν αναφέρονται στο μητροπολιτικό κομμάτι της χώρας τους ταυτίζεται με την άγρια Κορσική στη Μεσόγειο. Δεν γνωρίζουν πολλοί ότι στην επικράτεια της Γαλλίας υπάρχει κι ένα νησί στον Βισκαϊκό κόλπο, το οποίο έχει γίνει συνώνυμο της γαλήνης και της ήπιας τουριστικής ανάπτυξης.
Η πρόσβαση στο Île d’Yeu δεν είναι εύκολη, ούτε και άμεση. Από το Παρίσι χρειάζεται πρώτα ένα TGV ως τη Νάντη ή τη Λα Ροσέλ, μετά ένα αυτοκίνητο ή λεωφορείο προς τον μικρό παραλιακό οικισμό Φρομεντίν και στη συνέχεια ένα φέρι-μπόουτ περίπου μιας ώρας για να διασχίσεις τη θάλασσα. Όσοι φτάνουν, όμως, εκεί δεν το μετανιώνουν.
Σε έναν διαφορετικό χρόνο
Το μικροσκοπικό νησί είναι απλωμένο σε μόλις 23 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Κάποιοι το αποκαλούν «το Σεν Τροπέ πριν από πενήντα χρόνια». Οι ντόπιοι χαμογελούν, γιατί ξέρουν ότι δεν ήταν ποτέ Σεν Τροπέ. Και αυτό είναι το προτέρημά του. Γεωγραφικά, είναι λίγο πιο μεγάλο από τη δική μας Ηρακλειά των μικρών Κυκλάδων.
Το Île d’Yeu ανήκει διοικητικά στη Βαντέ, μια συντηρητική και παραδοσιακή περιοχή της δυτικής Γαλλίας. Βρίσκεται περίπου 17 χιλιόμετρα ανοικτά της ακτής, μοναδικό κατοικημένο νησί του Ατλαντικού σε τόσο μεγάλη απόσταση από τη στεριά. Και παρ’ ότι οι περισσότεροι Γάλλοι γνωρίζουν άλλα νησάκια, πιο μεγάλα, αυτό συχνά διαφεύγει της… συλλογικής γεωγραφικής μνήμης. Ένα νησί που ξεχάστηκε επίτηδες.
Η ιστορία του όμως δεν υπήρξε ποτέ αδιάφορη. Ήδη από τον 5ο αιώνα είχε αναπτυχθεί ως στρατηγικό σημείο για το εμπόριο και την άμυνα των ακτών της περιοχής του Πουατού. Τον Μεσαίωνα, η θέση του στον Ατλαντικό το μετέτρεψε σε λιμάνι πειρατών -ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της ανυπότακτης ναυτοσύνης της εποχής. Πειρατές της Βρετάνης, αλλά και κουρσάροι από την περιοχή του Μαρόκου έβρισκαν καταφύγιο στα φυσικά του λιμάνια.
Η κατασκευή του κάστρου Σατό ντε Πιέρ Λεβέ γύρω στον 14ο αιώνα είχε ως στόχο ακριβώς την αντιμετώπιση αυτής της αστάθειας. Ακόμα και σήμερα, τα ερείπια του κάστρου στέκονται στο δυτικό άκρο του νησιού, με το φόντο του γκρίζου ωκεανού, σαν σκηνικό βγαλμένο από μυθιστόρημα.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Île d’Yeu πέρασε στη σφαίρα επιρροής της Βισύ Γαλλίας, της κατεχόμενης δηλαδή από τη ναζιστική Γερμανία. Μετά την ήττα και την πτώση του καθεστώτος, ο στρατάρχης Φιλίπ Πετέν, πρώην ήρωας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καταδικάστηκε για συνεργασία με τον Χίτλερ και στάλθηκε σε ισόβια εξορία στο νησί. Εκεί έζησε τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του, κρατούμενος μόνος του σε μια παλιά στρατιωτική εγκατάσταση σ’ εκείνο το φρούριο. Ο θάνατός του δωσίλογου ηγέτη το 1951 άφησε μια μουδιασμένη παρακαταθήκη. Κάποιοι ντόπιοι θεωρούσαν τον Πετέν «θλιβερό γέρο», άλλοι ήταν πιο επικριτικοί. Το νησί πάντως δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ την παρουσία του τουριστικά. Η ιστορία του Πετέν παραμένει κρυμμένη κάτω από το χαλί.
Τη δεκαετία του 1980 το Île d’Yeu εξακολουθούσε να ζει σχεδόν αποκλειστικά από την αλιεία. Οι γαλάζιες ανεμότρατες επέστρεφαν καθημερινά στο Πορτ Ζοϊνβίλ, το μοναδικό λιμανάκι της περιοχής, φέρνοντας σκορπίνες και καβούρια, ενώ η ψαραγορά της μικρής πλατείας άνοιγε λίγο μετά την αυγή. Η τουριστική ανάπτυξη περιοριζόταν σε μερικές οικογένειες από τη Ναντ ή τη Λα Ροσέλ που είχαν σπίτια εδώ και γενιές. Όμως σταδιακά, και με τρόπο απροσδόκητο, το νησί άρχισε να μεταμορφώνεται.
Επιστροφή σε έναν πιο αληθινό τρόπο διακοπών
Γύρω στο 2005, η ιδέα του «ήσυχου παραθερισμού» άρχισε να ξαναμπαίνει στη μόδα. Η υπερβολή της Κυανής Ακτής, με τα υπερπολυτελή resorts και τις αστραφτερές προβλήτες, άρχισε να κουράζει. Παράλληλα, η αύξηση της τηλεργασίας και των εναλλακτικών τρόπων ζωής δημιούργησε μια νέα αστική τάξη που ήθελε να ξεφύγει από την αστική κουλτούρα.
Το Île d’Yeu έγινε για αυτούς σύμβολο επιστροφής σε τρόπο διακοπών χωρίς γκλαμουριά, χωρίς παπαράτσι, χωρίς νυχτερινή ζωή. Μόνο θάλασσα, ποδήλατο, βιβλία και ένα ποτήρι Muscadet στο τέλος της μέρας. Οι ντόπιοι αντέδρασαν αρχικά με σκεπτικισμό, φοβούμενοι την απώλεια της αυθεντικότητας. Όμως οι νέοι κάτοικοι ήρθαν όχι για να επιδείξουν, αλλά για να προσαρμοστούν. Δεν άλλαξαν το τοπίο, ακολούθησαν τους ρυθμούς. Οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν, όμως όχι στα επίπεδα της Κυανής Ακτής. Η κοσμοπολίτικη ανάπτυξη δεν ήρθε με 5άστερα ξενοδοχεία, αλλά με λιτά καταλύματα και καλόγουστα μπιστρό που σερβίρουν στρείδια και τοπικό λευκό κρασί.
Η τουριστική ανάπτυξη που ακολούθησε δεν ήταν έκρηξη, αλλά πνοή ζωής που αναμόρφωσε το νησί προς το καλύτερο. Οι νέες κατοικίες, σχεδόν όλες χαμηλές και παραδοσιακές, ακολούθησαν πιστά το τοπικό στυλ: λευκοί τοίχοι, μπλε παντζούρια, κεραμίδια. Τα μπουτίκ ξενοδοχεία εμφανίστηκαν σε πρώην κατοικίες ψαράδων, προσεκτικά ανακαινισμένες. Η εστίαση εξελίχθηκε χωρίς να αλλοιωθεί: μικρά εστιατόρια με τοπικά προϊόντα, λιτές αλλά εκλεκτικές λίστες κρασιών, brunch που τιμούν την παράδοση και όχι τις φωτογραφίες. Οι άνθρωποι που προτιμούν αυτό το είδος διακοπών δεν είναι κροίσοι, αλλά δεν πεινούν κιόλας: Καλλιτέχνες, συγγραφείς, ιδιοκτήτες γκαλερί ξεκίνησαν αυτή τη μόδα. Ολοένα και περισσότεροι την ανακαλύπτουν και επιζητούν να περάσουν λίγες μέρες απόλυτης ηρεμίας εκεί.
Η τουριστική περίοδος είναι σύντομη, από τον Ιούνιο ως τις αρχές Σεπτεμβρίου. Και ακόμη και τότε, το νησί δεν ξεφεύγει. Η κυκλοφορία γίνεται με ποδήλατο ή με τα πόδια, καθώς πολλά σημεία του είναι απρόσιτα για οχήματα. Οι παραλίες του, όπως η Plage des Vieilles, με τους λείους γρανίτες, ή η Plage de la Belle Maison με τα κρυστάλλινα, δροσερά νερά, συγκεντρώνουν λίγο κόσμο, ακόμα και τον Αύγουστο. Μπορείς να ακούς τον άνεμο και τους γλάρους.
Σήμερα το Île d’Yeu φιλοξενεί ένα μόνιμο πληθυσμό περίπου 5.000 ανθρώπων, με γερασμένο δημογραφικό, αλλά με σταθερή κοινωνική δομή. Η τοπική αυτοδιοίκηση είναι εξαιρετικά αυστηρή στην αδειοδότηση νέων οικοδομών, αποτρέποντας τον μαζικό τουρισμό. Κι αυτό είναι επιλογή. Γιατί σ’ αυτή την περιοχή, το σημαντικότερο τουριστικό προϊόν δεν είναι ούτε τα τοπία, ούτε η κουζίνα, αλλά η ησυχία. Και η έλλειψη κοσμικότητας, η προστιθέμενη αξία.
Εξωτερική φωτογραφία: Getty Images / Ideal Image