Η ιστορία της Τζίνα Ράινχαρτ είναι μια ιστορία για τον πρωτογενή καπιταλισμό στην αυστραλιανή επαρχία.
Η Αυστραλία είναι μια ήπειρος γεμάτη λευκό φως και επικίνδυνη κοκκινωπή γη. Στην καρδιά αυτού του ωμού και σιωπηλού τόπου μεγάλωσε η γυναίκα που έγινε το πλουσιότερο πρόσωπο της χώρας. Η Τζίνα Ράινχαρτ δεν είναι προϊόν κοσμοπολιτισμού και σχολών διοίκησης επιχειρήσεων. Είναι παιδί της σκόνης, των αποστάσεων και της αυθεντικής αυστραλιανής επαρχίας.
Η 71χρονη σήμερα ζάπλουτη επιχειρηματίας, με περιουσία που ξεπερνάει τα 30 δισ. δολάρια, έχτισε όλα αυτά τα χρόνια μια πανοπλία γύρω από τον εαυτό της ως «σιδηρά κυρία» των μεταλλευμάτων. Στην περίπτωσή της, το «σιδηρά» δεν κάνει μόνο λογοπαίγνιο με το μετάλλευμα, την κύρια πηγή του απίστευτου πλούτου της, αλλά και του τραχύ, «σιδερένιου» τρόπου που αντιμετωπίζει τα πάντα: Από τις δουλειές της μέχρι τις σχέσεις της με τα ίδια της τα παιδιά. Παρ’ όλο αυτό το σιδερένιο προσωπείο που έχει επιλέξει να δείχνει, υπάρχουν και (πολλές) στιγμές που δείχνουν ότι όχι μόνο… έχει καρδιά, αλλά και διάθεση προσφοράς στον τόπο της και τους ανθρώπους του.
Τα πρώτα χρόνια & το ίνδαλμά της
Η Τζορτζίνα Χόουπ Χάνκοκ γεννήθηκε το 1954 και υπήρξε το μοναχοπαίδι του Λανγκ Χάνκοκ από τον δεύτερο γάμο του. Ο πατέρας της υπήρξε μια ιδιότυπη φιγούρα στην ιστορία της χώρας: εκκεντρικός γεωλόγος και ιδεολόγος του «πρωτογενούς καπιταλισμού». Η Τζίνα μεγάλωσε κυρίως στο Περθ, στην απομακρυσμένη Δυτική Αυστραλία, αλλά οι γονείς της την έπαιρναν συχνά μαζί στα απομακρυσμένα μέρη όπου δούλευε ο πατέρας της. Δηλαδή στα πεδία του Πιλμπάρα, όπου το σιδηρομετάλλευμα «περπατούσε μόνο του», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Φοίτησε στο εξαιρετικά ελίτ σχολείο St. Hilda’s Anglican School for Girls και αργότερα στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, σπουδάζοντας οικονομικά και ιστορία, αν και δεν αποφοίτησε ποτέ. Παράτησε το πανεπιστήμιο στα μέσα της δεκαετίας του 1970 για να συνδράμει στην επιχείρηση του πατέρα της, αν και τότε η «επιχείρηση» ήταν ακόμη περισσότερο όραμα και λιγότερο οργάνωση.
Η σχέση με τον πατέρα της ήταν πυρήνας της ταυτότητάς της: τον αποκαλούσε «ήρωα», «οραματιστή», «πρωτοπόρο», και αργότερα αφιέρωσε πολλά άρθρα και δημόσιες τοποθετήσεις στην αποκατάσταση της υστεροφημίας του. Οι ιστορίες λένε ότι από τα εφηβικά της χρόνια, καθόταν δίπλα του στις διαπραγματεύσεις και μάθαινε τις γεωλογικές παραμέτρους των κοιτασμάτων χωρίς να έχει εξειδικευμένη γνώση. Ο πατέρας της την έβλεπε ως διάδοχο, αλλά και ως φρούριο ενάντια στην «εισβολή» του κράτους στις επιχειρήσεις του. Όταν εκείνος πέθανε το 1992, η εταιρεία Hancock Prospecting ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Χρέη, νομικές εμπλοκές, και ασαφή ιδιοκτησιακά καθεστώτα απειλούσαν το έργο ζωής του.
Η κίνηση ματ & η απογείωση
Η Τζίνα, όμως, αποφάσισε ότι δεν της πάει ο ρόλος της… άτυχης κληρονόμου. Με πείσμα απρόσμενο για τους άντρες συναδέλφους της -και συχνά επιχειρηματικούς της αντιπάλους- κατάφερε να επαναδιαπραγματευτεί συμβόλαια, να ξεκαθαρίσει τις δομές και κυρίως να επενδύσει εκεί όπου άλλοι έβλεπαν μόνον τοπίο και όχι απόδοση. Η μεγάλη ανατροπή ήρθε με το Roy Hill, ένα κολοσσιαίο μεταλλευτικό έργο στην περιοχή Πιλμπάρα, όπου η Ράινχαρτ συγκέντρωσε χρηματοδότηση άνω των 10 δισ. δολαρίων, από Ασιάτες εταίρους και διεθνείς επενδυτές. Το έργο λειτουργεί πλέον ως σύμβολο του αυστραλιανού εξορυκτικού τομέα.
Η κίνηση αυτή ήταν και το κομβικό σημείο της απογείωσης της εταιρείας. Η Τζίνα επένδυσε, μεγάλωσε τα ορυχεία, έψαξε νέες επενδύσεις κι άφησε πίσω της την κρατική στήριξη, που μάταια ζητούσε ο πατέρας της. Όπως λέει η ίδια, υποστηρίζει την «Αυστραλία των παραγωγών», δηλαδή αυτών που εργάζονται, και κατηγορεί το κράτος ότι «πρόδωσε» αυτήν και τον πατέρα της πολλές φορές. Γι’ αυτό και οι σχέσεις της με τις εκάστοτε κυβερνήσεις είναι από τυπικές ως εχθρικές.
Αλλά η προσωπική της ζωή δεν ήταν ποτέ στρωμένη. Παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος της γάμος, με τον Γκρεγκ Χέιγουορντ, ηλεκτρολόγο και επαγγελματία της βιομηχανίας, κατέληξε σε διαζύγιο μετά από λίγα χρόνια και γέννησε δύο παιδιά. Ο δεύτερος γάμος της, με τον νομικό Φρανκ Ράινχαρτ, θεωρήθηκε πιο σταθερός, αλλά κι αυτός δεν κράτησε. Από αυτόν απέκτησε άλλα δύο παιδιά. Το επώνυμο, πάντως, το κράτησε μετά από αυτόν τον δεύτερο γάμο και το έκανε σήμα κατατεθέν της νέας της ταυτότητας.
Η «σιδηρά κυρία» του Νότου
Οι σχέσεις με τα παιδιά της παραμένουν θολές. Μια πολύχρονη δικαστική διαμάχη με τρία από τα τέσσερα παιδιά της για το οικογενειακό trust προκάλεσε πρωτοσέλιδα, και η ίδια φάνηκε ανένδοτη. Την κατηγόρησαν ότι παρέβη την διαθήκη του πατέρα της -ο οποίος είχε χωρίσει ισόποσα την περιουσία στα τέσσερα εγγόνια του- με το να κρατήσει όλες τις αποφάσεις και όλη τη διοίκηση για λογαριασμό της και τους απέδιδε μόνο ελάχιστα από τα κέρδη. Εδώ η πίστη της στην «ατομική ευθύνη» υπερέβη και τα όρια της μητρότητας. Η ίδια υποστηρίζει ότι ήταν μια πράξη προστασίας της «κληρονομιάς του πατέρα». Με τα παιδιά της που την πήγαν στα δικαστήρια έκανε οικονομικό συμβιβασμό το 2014.
Αυτοί που την ζουν από κοντά λένε ότι το σκληρό πρόσωπο που επιλέγει την αδικεί. Έχει στηρίξει προγράμματα ιππασίας για νέους στην επαρχία, χορηγεί πρωτοβουλίες για τη γεωργία και τον εφοδιασμό τροφίμων, και συνεισφέρει σε ανθρωπιστικά έργα. Πάντα, βεβαίως, με δικούς της όρους και με μια λογική που οι αντίπαλοί της αποκαλούν πατερναλιστική. Σχεδόν όλες οι δωρεές της έχουν να κάνουν με παιδιά της αυστραλιανής επαρχίας, παιδιά εργατών, αγροτών και κτηνοτρόφων, και όχι αστούς, μετανάστες ή Αβορίγινες. Γι’ αυτό και οι κακές γλώσσες λένε ότι ακόμα και η καρδιά της είναι ένα εργαλείο. Για τους υποστηρικτές της, η Τζίνα Ράινχαρτ δεν είναι απλά μια πάμπλουτη επιχειρηματίας, αλλά μια πολιτισμική τομή. Μια γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο κλάδο, που δεν χρειάστηκε να κρυφτεί πίσω από το φύλο της για να επιβιώσει. Ένα ίνδαλμα για τη δεξιά και μισητό πρόσωπο για τους συνδικαλιστές. Ένα σύμβολο της «παλιάς Αυστραλίας», που όμως διαπραγματεύεται με την Κίνα, επενδύει στη γεωργία του μέλλοντος και χρηματοδοτεί υποδομές με όρους που θα ζήλευαν κυβερνήσεις.
Η Τζίνα Ράινχαρτ μπορεί να κρατάει την καρδιά της καλά κρυμμένη, κάτω από στρώματα ορυκτών και τιτανίου, αλλά αφήνει και κάποια αμυδρά στοιχεία ευαισθησία να περάσουν προς τα έξω. Όπως δήλωσε η ίδια, σε στιγμές χαλάρωσης διαβάζει τους παραδοσιακούς ποιητές της Αυστραλίας που υμνούν τη γη και τη φύση της. Και συνηθίζει να γράφει η ίδια επιστολές στους εργαζόμενούς της, με πένα σε λευκό χαρτί, είτε για να τους ευχαριστήσει, είτε για να τους επικρίνει. Λίγα, αλλά σίγουρα κάτι λένε.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image