Η συνεργασία του Ισπανού σκηνοθέτη με τη Roche Bobois προσφέρει μια σπάνια ευκαιρία να φωτιστεί το αισθητικό του σύμπαν: το χρώμα ως συναίσθημα, τα έπιπλα ως χαρακτήρες και η καθημερινότητα ως σκηνικό.
Λίγοι δημιουργοί έχουν καταφέρει να διαμορφώσουν μια ολόκληρη αισθητική σχολή με το όνομά τους. Ο Pedro Almodóvar ανήκει σε αυτή τη μικρή, εκλεκτή κατηγορία. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέχρι σήμερα, ο Ισπανός σκηνοθέτης έχει χτίσει ένα τεράστιο φιλμικό σύμπαν όπου το χρώμα γίνεται αφήγηση, το μελόδραμα αποκτά δύναμη τραγωδίας και οι γυναικείοι χαρακτήρες -πολύπλοκοι, ευάλωτοι, εκρηκτικοί-, διεκδικούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο με καθηλωτική ενέργεια. Οι ταινίες και η αισθητική του, όπως τα Technicolor χρώματα, τα εκλεκτικά έπιπλα, οι ποπ αναφορές, έχει επηρεάσει όχι μόνο τον κινηματογράφο αλλά και τη μόδα, τη φωτογραφία και τον σύγχρονο σχεδιασμό. Σε μια σπάνια όσο και απολαυστική συνέντευξη, ο Almodóvar ανοίγει το προσωπικό και δημιουργικό του σύμπαν, με αφορμή τη συνεργασία του με τη Roche Bobois.
–Το χρώμα είναι κοινός τόπος ανάμεσα σε εσάς και τη Roche Bobois. Από πού ξεκινά η γοητεία σας γι’ αυτό; Από την αρχή της καριέρας μου, σχεδόν ενστικτωδώς. Ως παιδί με μάγευαν οι ταινίες Technicolor της δεκαετίας του 1950. Τα έντονα, εκρηκτικά τους χρώματα ήταν αποτέλεσμα χημικών διαδικασιών στην εμφάνιση του φιλμ, μη ρεαλιστικά αλλά μοναδικά. Από τότε προσπαθώ να αναδημιουργήσω αυτή την αίσθηση. Είναι τα χρώματα της παιδικής μου ηλικίας.
–Τα χρώματα επηρεάζουν τους χαρακτήρες σας; Απόλυτα. Η Technicolor αισθητική εκφράζει το ψυχικό τους σύμπαν. Οι χαρακτήρες μου ζουν σε ακραίες, μπαρόκ καταστάσεις, οπότε χρειάζονται χρώματα ανάλογης έντασης. Με τον καιρό πειραματίζομαι ανάλογα με την εποχή που αποτυπώνω στην κάθε ταινία.
–Έχετε αγαπημένο χρώμα; Το κόκκινο ήταν πάντα παρόν. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιώ συχνά και το πράσινο. Το πρωτοχρησιμοποίησα στην ταινία” “Δέσε με”, με έναν πράσινο καναπέ όπου εμφανίστηκε η Victoria Abril. Είναι περίπλοκο χρώμα, έχει πολλές διαβαθμίσεις και πρέπει να βρεις τη σωστή απόχρωση για να λειτουργήσει. Ελάχιστες γυναίκες το φορούν, οι κοκκινομάλλες, για παράδειγμα, χρειάζονται πολύ συγκεκριμένο περιβάλλον για να αναδειχθεί. Άλλο χρώμα που χρησιμοποιώ από νωρίς είναι το μουσταρδί, το albero, το χρώμα του χώματος στις αρένες ταυρομαχιών. Το χρησιμοποίησα στις ταινίες “Ο νόμος του πόθου” και στο “Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης”, ταιριάζει σχεδόν με όλα τα έπιπλα και «γράφει» υπέροχα στο πρόσωπο των ηθοποιών.
–Πώς προσεγγίζετε το σκηνογραφικό σας σύμπαν; Όπως ένας ζωγράφος. Πρώτα αποφασίζω χρώμα για τον τοίχο και το πάτωμα, είναι οι μεγαλύτερες επιφάνειες. Μετά δοκιμάζω διαφορετικά έπιπλα, υφάσματα, υφές. Τέλος, βάζω τον ηθοποιό στο κάδρο με διαφορετικά κοστούμια. Είναι μια τρισδιάστατη σύνθεση με αντικείμενα, όχι μόνο χρώματα.
–Το σπίτι σας μοιάζει με τις ταινίες σας ή το αντίστροφο; Και τα δύο. Το σπίτι στην ταινία “Πόνος και δόξα” είναι το δικό μου, όλα όσα βλέπετε είναι κομμάτια που έχω επιλέξει: πίνακες, λάμπες, μικρά τραπέζια, φωτιστικά τοίχου. Πίστευα ότι θα κατέληγα στον μινιμαλισμό, αλλά μόλις άρχισα να αγοράζω πράγματα, κατάλαβα ότι θέλω να τα βλέπω, όπως και τους πίνακες. Πρόσφατα αγόρασα κι άλλο σπίτι, κυρίως για να εκθέσω όσα έχω συλλέξει.
–Χρησιμοποιήσατε Roche Bobois και στο Pain and Glory. Πώς βλέπετε τη συνεργασία; Μου αρέσει η ιδέα ότι αυτά τα έπιπλα θα μπουν στα σπίτια των ανθρώπων. Θα ήθελα να δω ποιοι τα επιλέγουν και πώς ζουν με αυτά. Πιστεύω ότι μεταδίδουν αισιοδοξία μέσα από τα χρώματα και τα μοτίβα. Σκέφτομαι ότι το να ξυπνάς και να περπατάς πάνω σε αυτά τα χαλιά μπορεί πραγματικά να σου φτιάξει τη διάθεση.
–Τι κάνει μια κινηματογραφική αφίσα τέλεια; Πρέπει να αποδίδει μια καθαρή ιδέα. Το ιδανικό παράδειγμα είναι το High Heels: το τακούνι που γίνεται πιστόλι. Δεν αφηγείται την ιστορία, αλλά σε βάζει αμέσως στην ατμόσφαιρα. Άλλες φορές χρησιμοποιώ φωτογραφίες, όπως στην ταινία “Μίλα της” ή στις “Ραγισμένες αγκαλιές”, αλλά πάντα χρειάζεται δουλειά στη σύνθεση, στα χρώματα, στη γραμματοσειρά. Ο Juan Gatti, με τον οποίο συνεργάζομαι χρόνια, ξέρει ακριβώς πώς να κάνει μια αφίσα ορατή από μακριά. Για μένα η αφίσα είναι τέχνη, αφιερώνω πολύ χρόνο σε αυτήν.
–Ποιο στυλ επίπλων προτιμάτε; Εξαρτάται από την εποχή κάθε ταινίας. Στις “Ραγισμένες αγκαλιές”, για παράδειγμα, μια εποχή που αγαπούσα την ποπ, επέλεξα ένα κόκκινο κομμάτι Cassina, με τις καρέκλες, επειδή ήταν πολύ αντιπροσωπευτικό. Στο “Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης” τα έπιπλα ήταν ιταλικά, με μινιμαλιστικές ευθείες γραμμές. Παρότι αγαπώ τις καθαρές φόρμες, είμαι πολύ εκλεκτικός, συνδυάζω στοιχεία από διαφορετικές δεκαετίες. Η δεκαετία του 1950, ειδικά, έχει απίστευτο πλούτο στον σχεδιασμό.
–Ποιοι Γάλλοι δημιουργοί σας έχουν επηρεάσει; Στις ταινίες μου, έχω συνεργαστεί με τον Jean-Paul Gaultier και πρέπει να πω ότι ο Jean-Paul είναι ένας πολύπλευρος καλλιτέχνης. Στην “Κίκα” τα κοστούμια της Victoria Abril είναι σχεδόν γλυπτά, όχι μόδα, αλλά τέχνη και design. Ο Gaultier ήταν ουσιαστικός. Θαυμάζω επίσης τη δουλειά του Jean-Paul Goude με τη Grace Jones· δημιούργησαν μια εμβληματική οπτική ταυτότητα. Από το γαλλικό σινεμά αγαπώ τους Carné, Renoir, Truffaut, Malle, Godard. Ο Godard είναι βαθιά ποπ, κάθε καρέ του “Le Mépris” είναι μια σύνθεση χρώματος και αντικειμένων. H Γαλλία είναι για μένα μια τεράστια πηγή έμπνευσης, αλλά κυρίως νιώθω ένα τεράστια ευγνωμοσύνη απέναντί της. Από τη στιγμή που με αγκάλιασαν με τα “Ψηλά τακούνια”, η Γαλλία έγινε η νούμερο ένα χώρα μου.
–Υπάρχει ένα όνειρο που δεν έχετε ακόμη πραγματοποιήσει; Θα ήθελα να δημιουργήσω μια όπερα. Μου το έχουν προτείνει, αλλά δεν είχα ποτέ τον χρόνο. Μετά τη συνεργασία μου με την Pina Bausch, με συναρπάζει η ιδέα ενός έργου όπου μουσική και κίνηση συγχρονίζονται. Είναι ένα σχέδιο που χρειάζεται προσεκτικό σχεδιασμό, αλλά θέλω κάποτε να το κάνω.
Φωτογραφίες: Roche Bobois