Η σπανιότητα της πρώτης ύλης, το περιορισμένο εύρος της παραγωγής και η σταθερή διεθνής ζήτηση έχουν διαμορφώσει μια αγορά δισεκατομμυρίων.
Από τα υψίπεδα της Μογγολίας έως τα ιταλικά υφαντουργεία, το κασμίρ παραμένει ένα από τα ελάχιστα υλικά που δεν μπόρεσε να αγγίξει η μαζική παραγωγή. Και σε μια εποχή όπου τα περισσότερα υφάσματα παράγονται μαζικά και σχεδόν μονοτονικά, εξακολουθεί να αναδεικνύεται ως ένα από τα ελάχιστα υλικά που υπενθυμίζουν τι σημαίνει πραγματική ποιότητα. Η προέλευση του κασμιριού παραμένει ιδιαίτερη και απαιτητική: προέρχεται από τα υψίπεδα της Μογγολίας και των Ιμαλαΐων, όπου η κατσίκα του κασμιριού αναπτύσσει ένα λεπτό, εξαιρετικά θερμομονωτικό υπόστρωμα τριχώματος για να αντέξει τον σκληρό χειμώνα.
Η σπανιότητα που καθορίζει την αξία του κασμιριού
Η περισυλλογή γίνεται την άνοιξη, με χτένισμα, όχι με κούρεμα και αυτή η λεπτοδουλειά είναι μόνο η αρχή. Οι ίνες, συχνά λεπτότερες από 16–19 μικρόμετρα (μm), είναι εκείνες που προσδίδουν στο κασμίρ την απαλή, σχεδόν αέρινη υφή του και τη γνωστή του ικανότητα να ζεσταίνει χωρίς βάρος. Πρόκειται για μια από τις πιο ιδιαίτερες αντιφάσεις της πολυτέλειας: ένα υλικό που μοιάζει ελάχιστο στο χέρι, αλλά αποδίδει στο σώμα το μέγιστο.
Η ποιότητα στο κασμίρ δεν είναι θεωρητική έννοια. Αντανακλάται στην ανθεκτικότητα, στη φυσική λάμψη, στη δομή του υφάσματος που δεν χαλαρώνει μετά από λίγες χρήσεις. Από μία κατσίκα μπορεί να συλλεχθεί ελάχιστη ποσότητα χρήσιμης ίνας, γεγονός που εξηγεί και το πραγματικό κόστος του υλικού.
Συχνά απαιτούνται οι ίνες από τρεις έως και πέντε κατσίκες για να παραχθεί ένα πουλόβερ μεσαίου βάρους. Η παραγωγή δεν μπορεί να κλιμακωθεί βιομηχανικά, ούτε επιτρέπουν οι συνθήκες θρέψης των ζώων ή η διαδικασία συλλογής να γίνουν πιο «γρήγορες». Αυτός ο περιορισμός, σε συνδυασμό με τη διαρκή ζήτηση για υλικά υψηλής ποιότητας, έχει δημιουργήσει μια παγκόσμια αγορά που υπερβαίνει τα 3,5 δισ. δολάρια τον χρόνο.
Η Μογγολία και η Κίνα παραμένουν οι μεγαλύτεροι παραγωγοί, ενώ η Ιταλία έχει αναλάβει τον ρόλο του κορυφαίου «μεταποιητή», χαρίζοντας στο τελικό προϊόν το φινίρισμα και την αίσθηση που αναγνωρίζουν οι γνώστες της πολυτέλειας.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναπόφευκτα ορισμένοι οίκοι έχουν συνδέσει το όνομά τους τόσο στενά με το κασμίρ, ώστε έχουν συμβάλει καθοριστικά στην αντίληψη που έχουμε σήμερα για το υλικό. Ο οίκος Loro Piana παραμένει η απόλυτη αναφορά του υψηλής ποιότητας. Δεν επενδύει σε εντυπωσιασμό αλλά στη σπανιότητα της πρώτης ύλης, στην ακρίβεια της επεξεργασίας και σε μια σχεδόν τελετουργική αίσθηση απλότητας. Τα πλεκτά της «κάθονται» στο σώμα χωρίς προσπάθεια και αντέχουν στον χρόνο με τρόπο που δικαιώνει το κόστος τους.
Ο οίκος Brunello Cucinelli, από την άλλη, έχει συνδέσει το κασμίρ με μια πιο ανθρωποκεντρική φιλοσοφία. Η αισθητική του είναι ήρεμη, ουδέτερη, ζεστή και η προσέγγισή του στο υλικό παραμένει πιστή στην ιταλική τεχνογνωσία, με έμφαση στο χρώμα και στη λεπτομέρεια που δεν χρειάζεται να φωνάξει για να γίνει αισθητή. Για πολλούς, τα πλεκτά Cucinelli αποτελούν τη χρυσή τομή ανάμεσα στην πολυτέλεια και την καθημερινή ευχρηστία.
Στη Σκωτία, η εταιρεία Johnstons of Elgin, με ιστορία από το 1797, αποδεικνύει ότι η παράδοση παραμένει ισχυρό πλεονέκτημα. Εκεί η παραγωγή γίνεται ολόκληρη μέσα στις ίδιες υφαντουργικές μονάδες, από την πρώτη ύλη έως το τελικό ένδυμα. Το αποτέλεσμα είναι πλεκτά που ξεχωρίζουν για την ανθεκτικότητά τους, τη σταθερότητα στην υφή και τη συνέπεια στην απόδοση.
Σε πιο σύγχρονη κατεύθυνση, μάρκες όπως η Naked Cashmere αξιοποιούν το μοντέλο άμεσης πώλησης στον καταναλωτή για να προσφέρουν κασμίρ σε προσιτότερες τιμές, δίνοντας έμφαση στη διαφάνεια, στη βιωσιμότητα και σε μια αισθητική πιο καθημερινή.
Παράλληλα, εταιρείες όπως οι Todd Snyder, ASKET και Guest in Residence έχουν φέρει το κασμίρ στον κόσμο του casual ντυσίματος, εντάσσοντάς το φυσικά σε μια γκαρνταρόμπα που μπορεί να μετακινηθεί από το γραφείο έως την έξοδο χωρίς καμία επιτήδευση.
Αυτό που ενώνει όλες αυτές τις προσεγγίσεις είναι η ίδια υπόσχεση: ότι το κασμίρ, όταν παράγεται σωστά, δεν είναι απλώς ύφασμα. Είναι μια εμπειρία που περνά από το χέρι στο σώμα και από εκεί στη σχέση που αναπτύσσει ο καθένας με τα ρούχα του. Δεν υπόσχεται εντυπωσιασμό, αλλά διάρκεια. Δεν επιδιώκει τον θόρυβο, αλλά την ουσία. Και αυτό, στη σημερινή οικονομία της προσοχής, είναι ίσως η μεγαλύτερη πολυτέλεια.
Εισαγωγική φωτογραφία: @ loropiana / Instagram