Κάποτε, ένα κόσμημα φοριόταν μόνο με τη βοήθεια καμαριέρας. Κι έπειτα ήρθε ο Boucheron, εισάγοντας ένα κολιέ που θυμίζει το σχήμα του ερωτηματικού, που ανέτρεψε ολόκληρη την τελετουργία του ντυσίματος.
Ο Frédéric Boucheron γεννήθηκε στο Παρίσι το 1830 και μεγάλωσε ανάμεσα σε υφάσματα και τεχνίτες∙ οι γονείς του ήταν έμποροι υφασμάτων. Πολύ νωρίς όμως τον κέρδισε κάτι πιο λαμπερό: η λεπτοδουλειά του κοσμήματος. Σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών ξεκίνησε ως μαθητευόμενος στο ατελιέ του διακεκριμένου κοσμηματοποιού Jules Chaise, όπου έμαθε όχι μόνο τεχνικές, αλλά και την αξία της μορφής και της χάρης που έχει ένα κόσμημα.
Το 1858 άνοιξε το πρώτο του κατάστημα στη Galerie de Valois, στο Palais-Royal, σημείο συνάντησης της παριζιάνικης αριστοκρατίας και των πρωτοπόρων της τέχνης. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1860 δημιούργησε το δικό του ατελιέ παραγωγής και καθιερώθηκε ως ο κοσμηματοποιός που τολμούσε να συνδυάσει την καινοτομία με την παράδοση.
Η πρωτοποριακή ιδέα του Boucheron
Για να φανεί τι άλλαξε το 1879, πρέπει να δούμε την τελετουργία εκείνης της εποχής. Τα κοσμήματα φοριούνταν μόνο με τη βοήθεια της προσωπικής καμαριέρας που βοηθούσε την κυρία στο ντύσιμο. Τα περίτεχνα κλείστρα του κοσμήματος βρίσκονταν στο πίσω μέρος του λαιμού, οι μηχανισμοί ήταν δύσκαμπτοι και τα ρούχα (κυρίως κορσέδες, μπούστα και στρώσεις υφασμάτων) απαιτούσαν δεύτερα χέρια για να κουμπώσει το κόσμημα.
Ο Frédéric Boucheron ανέτρεψε αυτή τη διαδικασία με ένα κολιέ που αγκάλιαζε το λαιμό χωρίς κούμπωμα. Η καινοτομία δεν ήταν μόνο το σχήμα αλλά ο μηχανισμός, ο οποίος ήταν ευλύγιστος για να μπορεί το κόσμημα να ανοιγοκλείνει απαλά και να προσαρμόζεται στον λαιμό. Το αποτέλεσμα ήταν τόσο πρωτοποριακό, ώστε το κολιέ τιμήθηκε με Grand Prix στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, το 1889, στη μεγάλη έκθεση όπου βραβεύονταν τα σημαντικότερα τεχνολογικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματα της εποχής.
Στα ατελιέ του οίκου, όπου τότε παράγονταν μόλις τριάντα κομμάτια τον χρόνο, το νέο κολιέ κέρδισε γρήγορα μια πελατεία που περιλάμβανε τη ρωσική αυτοκρατορική οικογένεια, όπως τον μέγα δούκα Αλέξιο της Ρωσίας και τους επιφανείς της Belle Époque. Η υψηλή κοσμηματοποιία της εποχής βασιζόταν στη συμμετρία, στους άξονες ισορροπίας και στα αυστηρά διακοσμητικά μοτίβα. Το να «κρεμάς» ένα μοτίβο εκτός κέντρου ήταν σχεδόν προκλητικό, έμοιαζε να αψηφά την ισορροπία για χάρη της κίνησης και του βλέμματος.
Το «ερωτηματικό», πέρα από κομμάτι τεχνικής επιδεξιότητας, έγινε και φορέας αισθητικής μεταμόρφωσης. Στα πρώτα χρόνια (1881–1893), ο οίκος το ανέπτυξε μέσα από μοτίβα εμπνευσμένα από τη φύση: κληματόφυλλα, κλαδιά, φτερά παγονιού, άνθη. Μετά το 1893 η παραγωγή του μειώθηκε, όμως δεν εξαφανίστηκε ποτέ από το λεξιλόγιο του οίκου. Επανεμφανιζόταν σε ειδικές παραγγελίες ή σε περιορισμένα σχέδια, μέχρι την ουσιαστική αναβίωσή του, το 2011, από τη δημιουργική διευθύντρια Claire Choisne.
Όπως σημειώνεται στα αρχεία του οίκου, εξέχουσες οικογένειες της Νέας Υόρκης, ταξίδευαν από τη Νέα Υόρκη στο Παρίσι για να προμηθευτούν τα κοσμήματά τους. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η αμερικανική ελίτ είχε αναπτύξει ένα σχεδόν τελετουργικό ταξίδι πολυτελείας προς το Παρίσι. Εκεί, στα σαλόνια της Place Vendôme (ο Boucheron είχε ιδρύσει την επιχείρησή του στο Hôtel de Nocé) επέλεγαν τα κοσμήματα που θα δήλωναν την κοινωνική τους ισχύ και έδιναν τις ειδικές παραγγελίες που κατασκευάζονταν αποκλειστικά για εκείνους. Η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη ώστε, το 1903, ο Louis Boucheron, γιος του Frédéric, άνοιξε γραφείο στη Νέα Υόρκη για να εξυπηρετεί τις παραγγελίες της αμερικανικής ελίτ.
Οι νέες εκδοχές του Point d’Interrogation, αντλούν έμπνευση από ένα κολιέ που είχε παραγγείλει ο μεγιστάνας Cornelius Vanderbilt, το 1884. Το σύστημα αναστροφής, ο τεχνικός μηχανισμός δηλαδή που επιτρέπει στο νέο κολιέ να φοριέται και από τις δύο πλευρές, χρειάστηκε χρόνια για να τελειοποιηθεί στα ατελιέ, καθώς όταν το κόσμημα «γυρίζει» πρέπει να διατηρεί την ίδια καθαρότητα γραμμής και εργονομία.
Έτσι, το Point d’Interrogation παραμένει ένα κομμάτι που δεν σταματά να αμφισβητεί την εποχή του. Γεννημένο από την ανάγκη των γυναικών για ανεξαρτησία, επανασχεδιασμένο από γυναίκες δημιουργούς και πλήρως ενταγμένο σε μια σύγχρονη κουλτούρα όπου η υψηλή κοσμηματοποιία σχεδιάζεται για να φοριέται, όχι για να «φυλάσσεται», όπως υπαγόρευε η ίδια η φιλοσοφία του οίκου Boucheron, το κολιέ εξακολουθεί να απαντά στο ίδιο ερώτημα: πώς η παράδοση μπορεί να παραμένει πρωτοποριακή.
Εξωτερική φωτογραφία: @ Boucheron.com