H πορεία μιας αντισυμβατικής εικαστικής φωτογράφου και το έργο της που αποτελεί θεμέλιο στη μεταμοντέρνα φωτογραφία.
Με αφορμή την έκθεση «Cindy Sherman at Cycladic: Πρώιμα έργα» στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ξεδιπλώνουμε το έργο της εικαστικού που δημιουργεί φανταστικές προσωπικότητες και σκηνικά που εξετάζουν το χτίσιμο της ταυτότητας, τη φύση της αναπαράστασης και τον παραστατικό χαρακτήρα της φωτογραφίας. Τα έργα της, προβάλλουν έναν κόσμο όλο και πιο κορεσμένο από εικόνες και προέρχονται από την απεριόριστη ποικιλία οπτικού υλικού που παρέχουν οι ταινίες, η τηλεόραση, τα περιοδικά, το διαδίκτυο και η ιστορία της τέχνης.
Στην πρώτη Μουσειακή της έκθεση στην Ελλάδα (30 Μαΐου – 4 Νοεμβρίου 2024) θα παρουσιαστούν έργα-ορόσημα από την πρώιμη σειρά φωτογραφιών «Untitled Film Stills» (1977-1980), καθώς και από τις σειρές «Rear Screen Projections» (1980), «Centerfolds» (1981) και «Color Studies» (1982).
Μια γκάμα ρόλων
Σπούδασε ζωγραφική στο State University College στο Buffalo, της Νέας Υόρκης την περίοδο 1972-1976, ενώ με την αίσθηση ότι «δεν υπήρχε τίποτα άλλο να πει μέσω της ζωγραφικής», στράφηκε στην φωτογραφία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, γνώρισε τους Ρόμπερτ Λόνγκο και Τσαρλς Κλαφ, με τους οποίους ίδρυσε το Hallwalls Center for Contemporary Art που λειτουργεί έως σήμερα. Στο πανεπιστήμιο μυήθηκε στην εννοιολογική τέχνη και σε άλλα πρωτοποριακά κινήματα με την επιρροή της Μπάρμπαρα Τζο Ρεβέλ. Το έργο-προάγγελος της καριέρας της, ήταν η σειρά «Cover Girl» μέρος της πτυχιακής της και αποτελείται από πέντε τρίπτυχα έργα, εμπνευσμένα από πέντε “εξώφυλλα” περιοδικών για γυναίκες: Cosmopolitan, Vogue, Family Circle, Redbook & Mademoiselle. Σε κάθε τρίπτυχο, η πρώτη εικόνα είναι το πρωτότυπο εξώφυλλο με το πρόσωπο ενός μοντέλου. Η δεύτερη δείχνει την ίδια μακιγιαρισμένη, ώστε να μοιάζει με το μοντέλο και στην τρίτη διατηρεί την ενσάρκωση, αλλά υιοθετεί ένα “αστείο πρόσωπο”, που παρωδεί το πρώτο.
Το «Cover Girls» είναι η πρώιμη έκφραση του δανεισμού εικόνων που προέρχονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αναπαράγοντας μια υπάρχουσα εικόνα, το έργο της αναφέρεται στο στιλ του πρωτότυπου. Όπως στο τρίπτυχο «Cover Girl (Vogue)» (1976-2011) φωτογραφήθηκε στο εξώφυλλο της Vogue, ως Τζέρι Χολ. Η πρώτη φωτογραφία σε αυτό το τρίπτυχο, είναι το αρχικό εξώφυλλο με την Χόλ, στη δεύτερη, βλέπουμε το πρόσωπο της Σέρμαν, που μοιάζει πολύ με της Χολ και στην τρίτη η Σέρμαν κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι στην κάμερα, καταστρέφοντας κάθε ψευδαίσθηση ομοιότητας.
Μετά την αποφοίτησή της, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε να τραβάει μια σειρά ασπρόμαυρες φωτογραφίες του εαυτού της, δημιουργώντας την σειρά «Untitled Film Stills», που ολοκλήρωσε το 1980. Σε αυτήν τη σειρά, ενσωμάτωσε τον χαρακτήρα της «Κάθε γυναίκας» μεταμορφώνοντας τον εαυτό της, σε διάφορους γυναικείους αρχέτυπους ρόλους: pin-up, γοητευτική ηθοποιός φιλμ νουάρ, νοικοκυρά, πόρνη, αλλά και αριστοκρατική κοπέλα σε ανάγκη βοήθειας. Της πήρε μία τριετία να εξαντλήσει την γκάμα ρόλων που αναφέρονταν στο «θηλυκό» και όταν την εξέθεσε, εδραίωσε τη θέση της στο χώρο της τέχνης. Στην πρώτη της ατομική «The Kitchen», σ’ έναν εκθεσιακό χώρο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, το ΜοΜΑ την αγόρασε ολόκληρη, ενώ 21 φωτογραφίες, δημοπρατήθηκαν έναντι 6,773 εκατομμυρίων δολαρίων, από τους Christie’s της Νέας Υόρκης.
Ωστόσο, η μετάβαση από τη ασπρόμαυρη στην έγχρωμη φωτογραφία γίνεται με την ενότητα «Rear Screen Projections» υιοθετώντας διαφορετικούς χαρακτήρες και αντί να εργάζεται στα πλαίσια των εικονικών γυναικών σε ταινίες της δεκαετίας του ’50, φοράει ρούχα της δεκαετίας του ’70 και των αρχών του ’80, όπου οι εκφράσεις της, αποπνέουν αυτοπεποίθηση και εμφανίζει γυναίκες σε σκηνές απελευθέρωσης. Ενώ στο ‘’Film Stills’’ επικεντρώνεται στην τεχνητή αφήγηση σε πραγματικούς τόπους, όπου οι γυναίκες δεν είναι απαραίτητα συνδεμένες με το φυσικό τους περιβάλλον.
Την πιο ακριβοπληρωμένη σειρά «Centerfolds/Horizontals» (1981) την εμπνεύστηκε από τις κεντρικές σελίδες περιοδικών μόδας και πορνογραφικά περιοδικά, όπου ποζάρει στο πάτωμα ή στο κρεβάτι, αναπαυτικά και ανάσκελα «Κάποια από αυτά θα ήθελα να δείχνουν πολύ ψυχολογικά. Καθώς δουλεύω, μπορεί να νιώθω τόσο βασανισμένη όσο η προσωπικότητα που απεικονίζω», δηλώνει.
Το 2011, μια εκτύπωση από αυτή τη σειρά το «Untitled #96» πωλήθηκε σε δημοπρασία για 3,89 εκατομμύρια δολάρια, η υψηλότερη τιμή που είχε πωληθεί φωτογραφική εκτύπωση.
Το 1982, η Σέρμαν δημιούργησε δύο ξεχωριστές σειρές που έχουν κοινά χαρακτηριστικά μιας και οι δύο ομάδες χρησιμοποιούν μια κάθετη μορφή που περιέχει μια σφιχτά κομμένη εικόνα της καλλιτέχνιδας, προβάλλοντας μια αινιγματική παρουσία μέσα σε ελάχιστο πλαίσιο. Στο «Pink Robes», η Σέρμαν απομακρύνθηκε από τη συνήθη πρακτική. Στη θέση των καλλυντικών, των κοστουμιών και των σκηνικών, εμφανίζεται χρησιμοποιώντας ελάχιστο μακιγιάζ και φοράει μόνο ένα ροζ μπουρνούζι. Αψηφώντας την προηγούμενη πρακτική της, κοιτάζει κατευθείαν την κάμερα. Κάποιοι κριτικοί διέκριναν την ειλικρινή φύση αυτών των εικόνων ως απεικόνιση «της πραγματικής Σίντι». Φαντάστηκε ένα γυμνό μοντέλο να ξεκουράζεται ανάμεσα στις λήψεις και πρότεινε μια επιφυλακτική ψυχολογία που συνήθως απουσιάζει από τις pin-up φωτογραφίες.
Στην σειρά «Color Studies», επιστρέφει στην μεταμφίεση, αλλά ο στόχος της ήταν να προκαλέσει ξανά τον πολύπλοκο, αν και απρόσιτο, τρόπο σκέψης των χαρακτήρων της. Πλησιάζοντας στην “πραγματική ζωή”, υποδηλώνει συνηθισμένες γυναίκες σε ασήμαντα περιβάλλοντα. Παρόλο που η εμφάνισή τους και η κατάστασή τους είναι μοναδικές, οι χαρακτήρες φαίνεται να είναι απορροφημένοι στις σκέψεις τους, με αποτέλεσμα να τα περιγράψει με “περισσότερη εσωτερική ερμηνεία”. Με αυτόν τον τρόπο, ενώ οι εικόνες αποφεύγουν το έντονο δράμα, η εκτέλεση της Σέρμαν, υπονοεί διακριτικά ένα ψυχολογικό παρελθόν, το οποίο κρύβεται από ένα επίπεδο εμφάνισης.
*«Cindy Sherman at Cycladic: Πρώιμα έργα» στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, από 30 Μαΐου – 4 Νοεμβρίου 2024
Eξωτερική Φωτογραφία: Cindy Sherman, Untitled Film Still #21, 1978
Φωτογραφίες: Courtesy of Metro Pictures Gallery