Η εστίαση μετατοπίζεται και πάλι στο κρέας, οι πωλήσεις υποκατάστατων κρέατος υποχωρούν και οι καταναλωτές επιστρέφουν στις ζωικές πρωτεΐνες.
Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 2000 όταν ο βιγκανισμός έφτασε στο απόγειό του. Συστήθηκε στο ευρύτερο κοινό μέσα από διασημότητες, όπως η Μπιγιόνσε κι η Μάιλι Σάιρους, και σε συνδυασμό με άλλες τάσεις ευεξίας και ευζωίας, άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αρκετοί καταναλωτές αντιλαμβάνονταν τη διατροφή τους -και όχι μόνο.
Όχι μόνο «καθαρό» φαγητό, αλλά «καθαρός» τρόπος ζωής
Χωρίς κανένα ζωικό συστατικό, όπως γάλα, αυγά, ζελατίνη, ιχθυέλαιο, προϊόντα για βίγκαν άρχισαν σταδιακά να γεμίζουν τα ράφια των σουπερμάρκετ και των εξειδικευμένων καταστημάτων. Το ενδιαφέρον στα υποκατάστατα των ζωικών παραγώγων ήταν τόσο έντονο ώστε το κύμα του βιγκανισμού να συμπαρασύρει τομείς που δεν σχετίζονται με το φαγητό: Εταιρίες ρούχων, αξεσουάρ, προϊόντα περιποίησης όχι μόνο αγκάλιασαν τους βίγκαν -όταν οι περισσότεροι δυσκολεύονταν να κατανοήσουν τους λόγους μιας τέτοιας στάσης- αλλά και δημιούργησαν έναν «κόσμο» στα μέτρα τους. «Δέρμα» για παπούτσια, τσάντες, πανωφόρια και έπιπλα, καλλυντικά, σαμπουάν, ενυδατικές κρέμες, αντικείμενα για το σπίτι, όπως κεριά, καθαριστικά και απορρυπαντικά, έφεραν πια στην ετικέτα τους την πιστοποίηση βίγκαν στην ετικέτα τους.
Ήταν σαφές πια ότι ο βιγκανισμός δεν είχε να κάνει μόνο με τι μπαίνει στο πιάτο, αλλά συνδέεται άμεσα με τον τρόπο ζωής. Άλλωστε, ο βιγκανισμός ορίζεται από την Brittanica ως «η πρακτική αποχής από την κατανάλωση και χρήση ζωικών προϊόντων. Ενώ ορισμένοι βίγκαν αποφεύγουν μόνο τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, πολλοί άλλοι αποκλείουν και οποιοδήποτε προϊόν που (για την παραγωγή του) χρησιμοποιήθηκαν ζώα ως συστατικό ή για δοκιμές». Δικαιώματα των ζώων, προστασία του περιβάλλοντος, υγεία κι ηθική αποτελούν τα κυριότερα κίνητρα όσων ασπάζονται αυτόν τον τρόπο ζωής.
Μέχρι το 2019, ο βιγκανισμός είχε γίνει mainstream: Το πρώτο Veganuary που πραγματοποιήθηκε ενθάρρυνε τους καταναλωτές να δοκιμάσουν βίγκαν διατροφή από τον Ιανουάριο, το ένα τέταρτο όλων των νέων τροφίμων χαρακτηρίστηκαν βίγκαν και οι πωλήσεις σχετικών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 40%. Το περιοδικό The Economist είχε ανακηρύξει το 2019 «Έτος των Βίγκαν», προβλέποντας ότι η επίδραση της γενιάς των millennials, η ανησυχία για την υγεία και την κλιματική αλλαγή, η ζήτηση για εναλλακτικές διατροφικές λύσεις, η μεγαλύτερη διαθεσιμότητά τους σε εστιατόρια και καταστήματα, θα σκιαγραφούσε ένα διαφορετικό πιο «καθαρό» μέλλον.
Από τη σόγια στη ζουμερή μπριζόλα
Και όμως, λίγα χρόνια αργότερα, αυτή η τάση δείχνει να υποχωρεί. Η εστίαση μετατοπίστηκε στο κρέας, οι πωλήσεις μεγάλων εταιριών με υποκατάστατα ζωικών συστατικών είδαν τις πωλήσεις τους να υποχωρούν, κι οι καταναλωτές άρχισαν να αγοράζουν περισσότερες ζωικές πρωτεΐνες.
Πιο συγκεκριμένα, η Beyond Meat που παράγει προϊόντα με βιώσιμες και φυτικές πρωτεΐνες με στόχο τη λιγότερη δυνατή περιβαλλοντική επιβάρυνση, είδε τους πελάτες της να απομακρύνονται. Με μειωμένες πωλήσεις και απολύσεις, η μετοχή της κατέρρευσε από 239 δολάρια το 2019 σε 1,26 δολάρια σήμερα. Τα έσοδα συρρικνώθηκαν στα 70 εκατ. δολάρια το τρίτο τρίμηνο του 2025 (μείωση 13,3% σε ετήσια βάση), ενώ οι πωλήσεις το 2020 άγγιζαν τα 1,3 δισ. δολάρια.
Παρόμοια πορεία κατέγραψε και η Impossible Foods, με τις πωλήσεις της να πέφτουν από 465 εκατ. δολάρια το 2021 σε 326 εκατ. δολάρια το περασμένο έτος, καθώς οι καταναλωτές επέστρεψαν στις ζωικές πρωτεΐνες. Η συνολική αγορά φυτικών υποκατάστατων σημείωσε σημαντική πτώση, με τις λιανικές πωλήσεις φυτικών προϊόντων κρέατος να μειώνονται κατά 7-18% τα τελευταία χρόνια. Η προσδοκία ότι το κρέας φυτικής προέλευσης θα μπορούσε να φτάσει σε επιτυχία το επίπεδο των ροφημάτων που υποκαθιστούν το αγελαδινό γάλα, δεν επιβεβαιώθηκε.
Γιατί οι καταναλωτές στρέφονται ξανά στα ζωικά προϊόντα;
Γιατί, όμως, οι καταναλωτές αποχωρούν από τα προϊόντα φυτικής προέλευσης; Έχουν ανακύψει ερωτήματα σχετικά με πόσο υγιεινά είναι τελικά και πόση επεξεργασία χρειάζεται για να παρασκευαστούν. Παράλληλα, το κόστος τους είναι συνήθως υψηλότερο, ή πιο απλά οι καταναλωτές δεν αγαπούν ή δεν έχουν συνηθίσει τη γεύση τους.
Σύμφωνα με διεθνή έρευνα για λογαριασμό εταιρίας βίγκαν προϊόντων που επικαλείται το BBC, το 40% των ερωτηθέντων μειώνει ή απορρίπτει το εναλλακτικό κρέας από τη διατροφή. Σχεδόν οι μισοί (47%) ανέφεραν ως βασική αιτία τη γεύση, το 36% τα τεχνητά πρόσθετα και το 36% την επεξεργασία των προϊόντων. Το βρετανικό δίκτυο επισημαίνει ότι μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν μειώσει τον αριθμό των προϊόντων αυτών κατά 10,9%.
Το ενδιαφέρον του κοινού στρέφεται προς τις παραδοσιακές πηγές πρωτεϊνών, καθιστώντας τη διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε κρέας και πάλι δημοφιλή. Σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Συμβουλίου Πληροφόρησης για τα Τρόφιμα (IFIC) το 2024 το 71% των Αμερικανών ενηλίκων δήλωσαν ότι προσπαθούσαν να αυξήσουν την πρόσληψη πρωτεΐνης, σε σύγκριση με το 59% το 2022. Ταυτόχρονα, οι πωλήσεις προϊόντων εμπλουτισμένων με πρωτεΐνη -μπάρες, σκόνες, ροφήματα- αυξήθηκαν κατά 24,2% το περασμένο έτος. Έκθεση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Τροφίμων των ΗΠΑ (FMI) και του Ινστιτούτου Κρέατος, αναφέρει ότι οι πωλήσεις κρέατος έφτασαν τα επίπεδα ρεκόρ των 104,6 δισ. δολαρίων το 2024.
Οι New York Times σημειώνουν ότι, κατά μέσο όρο οι Αμερικανοί κατανάλωσαν σχεδόν 7% περισσότερο κρέας πέρυσι από ό,τι πριν από την πανδημία, ενώ το ποσοστό όσων δήλωσαν ότι προσπαθούν να το μειώσουν έπεσε στο 22% -το χαμηλότερο ποσοστό εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια. Με λίγα λόγια, το κρέας δεν φαίνεται πια να «δαιμονοποιείται».
Δεν είναι το τέλος των βίγκαν προϊόντων
Όλα αυτά, ωστόσο, δε σημαίνει ότι θα έρθει το τέλος του βιγκανισμού και των εναλλακτικών του κρέατος. Το γεγονός ότι οι βίγκαν και χορτοφαγικές επιλογές απελευθερώνουν σημαντικά λιγότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, αναμένεται να στρέψει και πάλι το καταναλωτικό κοινό στην «πράσινη» διατροφή. Επιπλέον, οι πιθανές μελλοντικές ελλείψεις στα αποθέματα τροφών εξαιτίας του υπερπληθυσμού, ενδέχεται να ωθήσουν τους καταναλωτές και πάλι στις φυτικές εναλλακτικές.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image