Faz” σημαίνει στα ισπανικά “πρόσωπο”. Χάρη στο ομώνυμο club που άνοιξε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στην πλατεία Μαβίλη, η νεολαία της Αθήνας “βαπτίστηκε” στη μοντέρνα κουλτούρα και τον κοσμοπολιτισμό.
Ο dj Πέτρος Κοζάκος, παλιότερος λάτρης της “πανκ” και της new wave μουσικής, ήταν ο άνθρωπος που με την ελιτίστικη παρέα του Αντώνιου Μάρκου και του Γιώργου Νάστου -της boutique “Area”- δημιούργησαν το club όπου διασκέδαζαν οι άνθρωποι οι οποίοι παράλληλα επέδρασαν καθοριστικά στην προ-ίντερνετ περίοδο -τότε που άνθισε η ιδιωτική τηλεόραση και τα lifestyle περιοδικά. «Τα Χριστούγεννα του 1987 μου τηλεφώνησε η αδελφή μου από το Λονδίνο. Θυμάμαι ότι για να μπορεί να μου μιλάει από αγγλικό καρτοτηλέφωνο έπρεπε να προσθέτει ανά διαστήματα 50 πέννες έτσι ώστε να μένει η συνομιλία μας ενεργή. Μου λέει λοιπόν: “Πέτρο, πρέπει να έρθεις στο Λονδίνο, συμβαίνει κάτι εδώ που δεν μπορώ να στο περιγράψω με λόγια”».
Ολοι στη βρετανική πρωτεύουσα μιλούσαν για το Wag, ένα από τα ιστορικά clubs της δεκαετίας του ’80, σημείο-αναφοράς για το rare groove, τη soul, το funk και τις πρώτες house επιρροές. Ο Carl Cox, προτού γίνει ο «βασιλιάς της techno» και ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας σκηνής, έκανε τα πρώτα του βήματα στο Λονδίνο, παίζοντας funky, soul, hip hop και rare grooves στο Wag. Την ίδια εποχή, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στην Ιμπιζα, ο Πέτρος Κοζάκος πήρε την απόφαση να δημιουργήσει το δικό του κλαμπ.
«Έπαιζα μουσική ένα βράδυ στον Κούκο στο Μέτς. Ηταν τα πρώτα house κομμάτια που ακούγονταν τότε στην Αθήνα. Ξαφνικά βλέπω μια καλοντυμένη παρέα με κάτι ωραία κουστούμια, λευκά γιλέκα. Ήταν ο Μάνθος Kαλούμενος, ο Αντώνης Μάρκος, ο Γιώργος Νάστος. Περνούσαν και γυρνούσαν όλα τα βλέμματα». Η παρέα αυτή έφερνε τον αέρα των ταξιδιών της: του Άμστερνταμ, των Βρυξελλών, της Νέας Υόρκης.
Ο Πέτρος Κοζάκος βρέθηκε σύντομα στο μαγαζί τους στο Κολωνάκι, το Area. Η μπουτίκ αυτή, που πήρε το όνομά της από το θρυλικό Area Club της Νέας Υόρκης, έδωσε χώρο για να διασκεδάσει το πιο «προωθημένο» κοινό της Αθήνας. «Πήγα λοιπόν ένα βράδι εκεί με μια κασέτα από το Amnesia Club της Ίμπιζα. Την έβαλα να παίξει μέσα σε λίγα λεπτά ξέσπασε ενθουσιασμός. Εκεί αποφασίσαμε ότι κάτι λείπει από την Αθήνα, ότι πρέπει να κάνουμε έναn χώρο όπου θα παίζεται αυτή η μουσική».
Πώς ξεκίνησε η ιδέα του “Faz”
Στυλιστικά η αθηναϊκή διασκέδαση βρισκόταν ακόμη στην περίοδο όπου πρωταγωνιστούσαν οι καουμπόικες μπότες και οι γραβάτες. «Εμείς είμασταν σαν μοντέλα του Miyake, σαν τη μύγα μες στο γάλα. Θέλαμε πάση θυσία να δημιουργήσουμε κάτι νέο». Το Faz άνοιξε τον Δεκέμβριο του 1989, σε μια Αθήνα που άλλαζε ραγδαία. Στην οδό Δορυλαίου, η ουρά έξω από το Faz ήταν από τις πρώτες νύχτες εντυπωσιακή. «Στο εσωτερικό, είχες την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στο Λονδίνο», λέει ο ίδιος. «Δεν ήταν μεγάλος χώρος, χωρούσε περίπου 600 άτομα. Αλλά το νέο κυκλοφορούσε πλέον από στόμα σε στόμα, από μουσικόφιλους, στιλίστες, ηθοποιούς, δημοσιογράφους. Όλο το fashion crowd της Αθήνας». Το κοινό ήταν αυστηρά φιλτραρισμένο στην πόρτα.
“Το Faz δεν αφορούσε μόνο τη μουσική, σήμαινε τόσα πολλά για εμάς. ‘Ηταν μια λέσχη αγάπης, ενότητας και ελευθερίας, ένας ασφαλής χώρος που τα “μέλη” μπορούσαν πραγματικά να είναι ο εαυτός τους. Η χορευτική πίστα ήταν για όλους, δίχως όριο ηλικίας, για όλα τα υπόβαθρα, με την αγάπη, τον χορό και τη δύναμη της μουσικής να μας φέρνουν κοντά. Οταν ξεκινούσε ο ρυθμός, τίποτα δεν είχε σημασία εκτός από την “οικογένεια” στην πίστα” συμπλήρωσε ο Πέτρος στη συνέντευξη μας. Εκεί, η ελληνική νεολαία έμαθε να χορεύει house, να ποζάρει, να γίνεται μέρος μιας ανερχόμενης νέας κουλτούρας.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της πρώιμης εποχής ήταν όταν τα Χριστούγεννα του 1989, λίγο μετά το άνοιγμα του κλαμπ, ένα μεγάλο installation του καλλιτέχνη Μάικ Δεληστάθη δέσποζε έξω από την είσοδο του Faz: ένας λευκός άγγελος ύψους τεσσάρων μέτρων, που ξεπερνούσε σε μέγεθος την ίδια την πρόσοψη. Στο κεφάλι και στα χέρια του αγγέλου είχε τοποθετηθεί ένας φάρος, που έλαμπε καθ’ όλη τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου. «Περνούσες από τη Βασιλίσσης Σοφίας και έβλεπες τον άγγελο να φωτίζει και μαζί τον κόσμο να περιμένει στην ουρά. Όλα τα αυτοκίνητα σταματούσαν. Ήταν ένας πραγματικός κράχτης».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το Faz στην Αθήνα ήταν ένα από τα πρώτα του είδους του στην Ευρώπη. Στο Παρίσι, ένα παρόμοιο πρωτοποριακό κλαμπ άνοιξε τέσσερα χρόνια αργότερα. «Ακούγεται υπερβολικό», λέει ο Πέτρος Κοζάκος, «αλλά μεγάλοι dj όπως οι Fabio & Grooverider ή o Paul Oakenfold, έστω από συγκυρία, ξεκίνησαν την διεθνή τους διαδρομή από το Faz. Είμασταν πρωτοπόροι και ακόμα υπάρχει η αίσθηση του σεβασμού στην κοινότητα της μουσικής για αυτό που πετύχαμε τότε. Θυμάμαι σε μια από τις πρώτες βραδιές που καθιερώθηκε ο θεσμός του guest DJ στην Αθήνα με καλεσμένους τον θρύλο της Ιμπίθα, DJ Alfredo, και τον Ricardo Da Force των KLF, να μιξάρει ο πρώτος το χορωδιακό κομμάτι του “Another Brick in the Wall” των Pink Floyd με κάποιο (μάλλον) Chicago house κομμάτι και να παρασύρει τον κόσμο”.
Για πρώτη φορά, η αθηναϊκή νύχτα συνδεόταν άμεσα με την παγκόσμια ηλεκτρονική σκηνή. Διάσημοι DJs έπαιζαν στο Faz όχι μόνο για τα χρήματα, αλλά και γιατί τους αρκούσε ο ενθουσιασμός της μετάδοσης του κινήματος της ηλεκτρονικής μουσικής. Δίπλα στο Faz είχε την έδρα του το Κανάλι 15, ο σταθμός του Μάκη Μηλάτου, που τις Κυριακές έπαιζε ταυτόχρονα τη μουσική του κλαμπ. Με μια αυτοσχέδια σύνδεση η ηλεκτρονική μουσική ακουγόταν σε όλη την πόλη.
Το Faz συμβόλιζε μια μετάβαση. Από τη διασκέδαση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας στον κόσμο των fashion brands, του κλάμπινγκ, του κοσμοπολιτισμού. To Faz ήταν το “σχολείο” όπου μια γενιά έμαθε να ζει διαφορετικά. Έφερε στην Αθήνα την αίσθηση ότι η πόλη μπορεί να σταθεί δίπλα στο Λονδίνο, την Ίμπιζα ή τη Νέα Υόρκη. «Δεν ήταν σχολείο», διορθώνει ο Κοζάκος. «Ήταν λέσχη. Μια λέσχη όπου έμπαινες και μάθαινες, με τον πιο φυσικό τρόπο πώς να χορεύεις, πώς να συνδυάζεις τα ρούχα σου, πώς να συμμετέχεις σε μια κοινότητα. Ήταν η αρχή για ό,τι θα ακολουθούσε».