Ο θάνατος του Frank Gehry σε ηλικία 96 ετών σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής.
Γεννημένος το 1929 στο Τορόντο ως Frank Owen Goldberg -άλλαξε το όνομά του σε Gehry το 1954-, ο γιος ενός εμπόρου που κληρονόμησε την ευαισθησία του από τη μουσικόφιλη μητέρα του, έφτασε στις ΗΠΑ σε ηλικία 17 ετών για να γίνει ο πιο επιδραστικός αρχιτέκτονας του τέλους του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα.
Η ανατροπή των συμβάσεων
Η πρώτη και πιο ορατή συνεισφορά του Gehry ήταν η ριζική αμφισβήτηση της ορθολογικής, γεωμετρικής αρχιτεκτονικής που κυριαρχούσε τον 20ό αιώνα. Εκεί που η μοντερνιστική παράδοση επέμενε σε ευθείες γραμμές και λειτουργικότητα, ο Gehry εισήγαγε την καμπύλη -τη “στρέβλωση” θα μπορούσαμε να πούμε+ δηλαδή, μια δυναμική μορφή που μοιάζει να αψηφά τη βαρύτητα και τους κανόνες της φυσικής.
Το Μουσείο Guggenheim στο Μπιλμπάο, που εγκαινιάστηκε το 1997, αποτέλεσε την κορυφαία επιβεβαίωση αυτής της φιλοσοφίας: ένα κτίριο με τιτάνιες επιφάνειες που φαίνονται να χορεύουν, με όγκους που ενσωματώνονται ασύμμετρα μέσα σε βιομηχανική ερημιά, δημιουργώντας μια αίσθηση οργανικής κίνησης που θυμίζει περισσότερο γλυπτό παρά κτίριο. Αυτή η προσέγγιση δεν ήταν απλώς αισθητική επιλογή ή καπρίτσιο ενός ταλαντούχου δημιουργού. Ο Gehry πίστευε βαθιά ότι η αρχιτεκτονική δεν πρέπει να είναι στατική, αλλά να εξελίσσεται «σε συνάρτηση με την ώρα και το φως, όπως ένας κόσμος που αλλάζει», να αλληλεπιδρά με το περιβάλλον της, να αναπνέει και να ζει.
Ανάλογα με τα “πιστεύω”, ήταν και τα κτίρια του, τα οποία αλλάζουν όψη ανάλογα με τον ήλιο, τις σκιές, την εποχή, τη γωνία θέασης, προσφέροντας μια ζωντανή, σχεδόν κινηματογραφική εικόνα που ξεπερνά κατά πολύ την απλή λειτουργικότητα και μετατρέπει κάθε επίσκεψη σε ξεχωριστή εμπειρία.
Όταν η τεχνολογία υπηρετεί τη φαντασία
Ίσως η σημαντικότερη τεχνολογική συνεισφορά του Gehry ήταν η πρωτοποριακή χρήση της ψηφιακής μοντελοποίησης στην αρχιτεκτονική κατασκευή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν οι περισσότεροι αρχιτέκτονες χρησιμοποιούσαν τον υπολογιστή απλώς για βασικό σχεδιασμό, ο Gehry τον μετέτρεψε σε επαναστατικό εργαλείο δημιουργίας που άνοιξε εντελώς νέους ορίζοντες. Προσάρμοσε λογισμικό από την αεροναυπηγική βιομηχανία (CATIA) για να μπορέσει να υλοποιήσει τις «απίστευτες μορφές» που σκιτσάριζε ελεύθερα στο χαρτί -μορφές που μέχρι τότε θεωρούνταν ακατασκεύαστες.
Που βρίσκεται η κομψότητα σε αυτήν την καινοτομία; Στο ότι επέτρεψε στον Gehry να δημιουργεί με την ίδια ελευθερία που δουλεύει ένας ζωγράφος ή γλύπτης, χωρίς να περιορίζεται από τους παραδοσιακούς μηχανικούς περιορισμούς. Το Lewis House , για παράδειγμα, ήταν ένα πρότζεκτ για έναν επιχειρηματία (τον Peter Lewis) όπου ο Gehry “δημιούργησε ιστία (στην ουσία σαν “πανιά” σκάφους) που δεν κατάφερε να κατασκευάσει” με τα τεχνολογικά μέσα της εποχής. Το σπίτι τελικά δεν χτίστηκε ποτέ, αλλά θεωρείται “επαναστατικό αρχιτεκτονικό αντικείμενο” γιατί ήταν εκεί που ο Gehry πρωτοπειραματίστηκε με ψηφιακή μοντελοποίηση για να δημιουργήσει σύνθετες καμπύλες μορφές – αυτά τα “ιστία”. Δηλαδή, σχεδίασε κάτι τόσο φιλόδοξο και πολύπλοκο (καμπυλωτές επιφάνειες σαν πανιά) που η τεχνολογία εκείνης της εποχής δεν επέτρεπε την πραγματική κατασκευή τους. Αλλά αυτό το πείραμα τον οδήγησε να αναπτύξει τις ψηφιακές μεθόδους που αργότερα του επέτρεψαν να υλοποιήσει το Guggenheim Bilbao και άλλα παρόμοια έργα.Παρόλο που δεν χτίστηκε ποτέ, θεωρείται «επαναστατικό αρχιτεκτονικό αντικείμενο» που προμήνυε το μέλλον.
Ο Gehry όμως, παρέμεινε πάντα πιστός στη χειροποίητη, σχεδόν σωματική δημιουργία. Όπως έλεγε με πάθος, «η εικόνα του υπολογιστή είναι άψυχη, κρύα, φρικτή» , για αυτό και ο υπολογιστής έπρεπε να τεθεί «στην υπηρεσία της προσωπικής σου δημιουργικότητας» και όχι να «τον αφήσεις να γίνει ο δημιουργός»(μεγάλο μάθημα και για τη σημερινή εποχή της τεχνητής νοημοσήνης). Αυτός ο συνδυασμός αναλογικής φαντασίας, χειρονακτικών μακετών και ψηφιακής ακριβείας επέτρεψε την υλοποίηση εκπληκτικών έργων, όπως η περίφημη «κεφαλή αλόγου» στο κτίριο της DZ Bank στο Βερολίνο, μια ακόμη μνημειώδης δημιουργία που ολοκληρώθηκε το 2001, βρίσκεται στην Pariser Platz, δίπλα στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, και είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Gehry στη Γερμανία και το οποίο λειτουργεί ως αίθουσα συνεδριάσεων.
Πώς γεννιούνται τα “τοπόσημα”
Το «φαινόμενο Μπιλμπάο» παραμένει η πιο εντυπωσιακή μελέτη περίπτωσης για το πώς η αρχιτεκτονική μπορεί να μεταμορφώσει ολόκληρες πόλεις και περιφέρειες. Η βασκική πόλη, κάποτε βιομηχανική και βαθιά παρακμάζουσα, μετατράπηκε σε πρωτοκλασάτο διεθνή τουριστικό προορισμό αποκλειστικά χάρη στο Guggenheim. Η επιτυχία ήταν τέτοια που δημιούργησε όρο στη θεωρία πολεοδομίας: το “Bilbao Effect” -το φαινόμενο όπου ένα εμβληματικό αρχιτεκτονικό έργο αναζωογονεί οικονομικά και πολιτισμικά μια περιοχή.
Αυτό που ξεχώρισε τον Gehry ήταν ότι δεν σχεδίαζε ποτέ απλώς κτίρια ως μεμονωμένα αντικείμενα, αλλά προσέγγιζε την αρχιτεκτονική με ολιστική αστική οπτική. Από τη δεκαετία του 1960, ασχολήθηκε συστηματικά με το ζήτημα του πώς η αρχιτεκτονική διαμορφώνει την πόλη και την κοινωνική ζωή, όπως μαρτυρούν οι φωτογραφίες που τράβηξε σε αμερικανικές βιομηχανικές ζώνες, μελετώντας την αποσύνθεση και τη δυνατότητα αναγέννησης. Αυτό αποδεικνύει ότι ήταν και οραματιστής.
«Είχε πάντα ένα αληθινό συλλογικό όραμα για το το πως πρέπει να είναι η πόλη», σημειώνει ο Frédéric Migayrou, επιμελητής επικεφαλής των συλλογών αρχιτεκτονικής και design στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (που είναι μέρος του Centre Pompidou στο Παρίσι). Αυτή η προσέγγιση φαίνεται εμφανώς και στη Fondation Luma σε μια άλλη Γαλλική πόλη, την Arles, όπου μετέτρεψε 10 ολόκληρα εκτάρια βιομηχανικής ερήμου σε πολυλειτουργικό κέντρο τέχνης που φιλοξενεί καλλιτέχνες, στοχαστές, επιστήμονες και οικονομικούς δρώντες. Ο πύργος 156 μέτρων -τρεις «μεταλλικοί βράχοι» καλυμμένοι με 11.800 ατσάλινα πλακίδια χωρισμένοι από γυάλινα ρήγματα- έδειξε με δύναμη πως, στα 88 του χρόνια, ο αρχιτέκτονας διατηρούσε τον ενθουσιασμό του ανόθευτο.
Η νέα αισθητική γλώσσα: Από τα φτηνά υλικά στην υψηλή Τέχνη
Η επέκταση του δικού του σπιτιού στη Santa Monica στα τέλη της δεκαετίας του 1970 έγινε αρχιτεκτονικό μανιφέστο που καθόρισε την πορεία του. Γύρω από ένα συνηθισμένο, μέτριο καλιφορνέζικο σπίτι, τυπικό της προαστιακής αρχιτεκτονικής, κατασκεύασε προσθήκη με φτηνά, «φτωχά» υλικά -κυματιστή λαμαρίνα, ξύλο, βιομηχανικό πλέγμα- δημιουργώντας τη δική του ξεχωριστή γλώσσα που συνδύαζε την υψηλή αρχιτεκτονική με τη λαϊκή αισθητική. Η διεθνής αναγνώριση ήρθε άμεσα. Αργότερα υιοθέτησε και επέκτεινε την ιδέα του “one room building” του Αμερικανού αρχιτέκτονα Philip Johnson: κάθε δωμάτιο ενός σπιτιού αποκτά αυτονομία και γίνεται μοναδικό, ετερόκλητο κτίριο με δική του ταυτότητα. Το εντυπωσιακότερο παράδειγμα είναι το Winton Guest House, ξενώνας για ένα ζευγάρι συλλεκτών έργων Τέχνης, όπου κάθε στοιχείο παρουσιάζει εντελώς διαφορετική μορφή και χρησιμοποιεί διαφορετικά υλικά, δημιουργώντας μια σύνθεση που μοιάζει με μικρό χωριό ετερόκλητων δομών.
Το αθάνατο έργο του
Στη δεκαετία του 1980 επέστρεψε σε μια ιδέα αρχιτεκτονικής ενότητας που όμως δεν είχε καμία σχέση με τη συμβατική συμμετρία. Η “λίστα” των projects του είναι εντυπωσιακή: από τo “Dancing House” στο κέντρο της Πράγας (με τον Vlado Milunic), που μοιάζει με παγωμένο στιγμιότυπο χορεύτριας, μέχρι το “Vitra Design Museum” κοντά στη Βασιλεία της Ελβετίας, με τις δυναμικές λευκές επιφάνειές του. Από το Walt Disney Concert Hall στο Λος Άντζελες, με τα κυματιστά ατσάλινα πανιά που τυλίγουν μια από τις καλύτερες αίθουσες συναυλιών παγκοσμίως, μέχρι την “Γαλλική κινηματογραφοθήκη”(Cinémathèque française, είναι το εθνικό αρχείο κινηματογράφου της Γαλλίας και βρίσκεται στο Παρίσι). Ο Gehry σχεδίασε το νέο κτίριό της που εγκαινιάστηκε το 2005 στο Bercy, στο 12ο διαμέρισμα.
Από το Μουσείο Καλών Τεχνών του Τορόντο μέχρι εκείνο της Μινεάπολης, από το Üstra Office Building στο Ανόβερο μέχρι το IAC Building στη Νέα Υόρκη -κάθε έργο αποτελεί από μόνο του, μια μοναδική δήλωση του δημιουργού του. Η επαναχρησιμοποίηση εγκαταλελειμμένων χώρων και η επιστροφή ταυτότητας και λειτουργίας σε χώρους που είχαν πεθάνει, ήταν πάντα η βαθύτερη κινητήρια δύναμή του. Κάτι που μαρτυρά, πέρα από το όραμα και την ψυχική του ευαισθησία.
Το τελευταίο κεφάλαιο: Η Fondation Louis Vuitton
Η Fondation Louis Vuitton, που εγκαινιάστηκε το 2014, αντιπροσωπεύει την κορύφωση και το διαθήκη του οράματός του: δώδεκα εντυπωσιακά διάφανα πανιά αποτελούμενα από 3.600 γυάλινα πάνελ που ξεπηδούν σαν διάφανο σύννεφο στην άκρη του Jardin d’Acclimatation, στο Bois de Boulogne. Παρά το εξωφρενικό επίσημο κόστος των 400 εκατομμυρίων ευρώ και τις πολυάριθμες τεχνικές πατέντες που απαιτήθηκαν, το κτίριο θεωρείται παγκοσμίως σύμβολο της αρχιτεκτονικής νεωτερικότητας του 21ου αιώνα. Η μεταλλική κατασκευή που μοιάζει να αψηφά τη βαρύτητα υποδέχτηκε το 2014 ως το σύμβολο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής.
Οι επικριτές του, που ποτέ δεν λείπουν, ειδικά όταν κάποιος ξεχωρίζει, έσπευσαν να πουν ότι ο Gehry έδωσε μορφή σε ένα ακόμα από τα καπρίτσια του, αν και οι διαπραγματεύσεις που είχε με τον εντολέα του, Bernard Arnault, δεν βγήκαν ποτέ στη δημοσιότητα. Το Guggenheim του Abu Dhabi, που αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2025-2026 μετά από χρόνια καθυστερήσεων (αρχικά προγραμματιζόταν για το 2022), θα είναι το τελευταίο του μεγάλο έργο.
Βραβευμένος με το Pritzker Prize το 1989 (τον αρχιτεκτονικό «Νόμπελ») και το Χρυσό Λιοντάρι για το σύνολο του έργου του στην 11η Μπιενάλε Βενετίας το 2008, ο Gehry δεν έπαψε ποτέ να ξαναεφευρίσκει τον εαυτό του και να ξεπερνά τα όριά του, ακόμα και αν άφηνε σε άλλους τη λύση των κατασκευαστικών προβλημάτων του. «Δημιουργώντας μορφές βρίσκεις λύσεις», επέμενε. Το legacy του δεν μετριέται απλώς σε κτίρια. Άλλαξε για πάντα τον τρόπο που οραματιζόμαστε, σχεδιάζουμε και βιώνουμε τον κατασκευασμένο κόσμο.
Εισαγωγικ;h φωτογραφία: Getty Images/Ideal Image