Όπως αναφέρει η Αlpha Bank σε έκθεσή της, η δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας συνολικά στην περίοδο 2009-2016 έφθασε το 19,2% του δυνητικού ΑΕΠ, και είναι κατά πολύ υψηλότερη έναντι των υπολοίπων χωρών που επίσης εφάρμοσαν προγράμματα προσαρμογής.

Η δεύτερη χώρα με την καλύτερη επίδοση μετά την Ελλάδα είναι η Ιρλανδία, η οποία πέτυχε προσαρμογή κατά 10,3% του δυνητικού της ΑΕΠ. Οι αναλυτές της τράπεζας μάλιστα υποστηρίζουν ότι δεν απαιτείται περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή για τη χώρα μας, αλλά εξειδίκευση των μέτρων ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους.

Η πραγματικότητα όμως είναι τα νέα μέτρα των 4,9 δις. ευρώ που προβλέπει το συμπληρωματικό μνημόνιο και η υποχρέωση επίτευξης υψηλών πλεονασμάτων μέχρι το 2022. Οι επιπτώσεις στην οικονομία των μέτρων που ψηφίζει αύριο η Βουλή δεν έχουν υπολογιστεί, αλλά η δέσμευση για πλεονάσματα 3,5% είναι σε βάρος της οικονομίας καθώς η κυβέρνηση βασίζει την επίτευξη υψηλών πλεονασμάτων στη συνεχή αύξηση της φορολογίας και στη μείωση των δημοσίων επενδύσεων.

Η Κυβέρνηση δείχνει να πιστεύει ότι αρκεί να ασχοληθεί με κάτι για να επιτύχει το αποτέλεσμα που επιθυμεί. Μετά από δύο χρόνια που πίστευε ότι μπορεί να αλλάξει την Ευρώπη, τώρα η κυβέρνηση δείχνει να στρέφεται στον ρεαλισμό και ετοιμάζεται να ψηφίσει μια δύσκολη συμφωνία η οποία όμως της εξασφαλίζει πολιτικό χρόνο.

Ταυτόχρονα ο Πρωθυπουργός αναλαμβάνει επικεφαλής των μεγάλων επενδυτικών project και δείχνει σαν να πιστεύει ότι αρκεί να πατήσει ένα κουμπί για να αλλάξει το κλίμα και να έρθουν οι επενδύσεις στη χώρα.

Η οικονομία όμως παραμένει εγκλωβισμένη στο καθεστώς της υψηλής φορολογίας και των μεγάλων ασφαλιστικών εισφορών. Προφανώς και η ψήφιση των μέτρων της δεύτερης αξιολόγησης θα φέρει χαμόγελα σε αγορές μετοχών και ομολόγων και θα ξεμπλοκάρει ορισμένες επενδύσεις. Όταν όμως περάσει ο αρχικός ενθουσιασμός και εντυπώσεις, τότε θα διαπιστώσουμε ότι η οικονομία παρουσιάζει ανάπτυξη, αλλά κινείται παγιδευμένη σε ένα εύρος μεταξύ οριακού και ασθενικού ρυθμού. Τα μεγάλα πλεονάσματα για τα οποία δεσμεύεται η Κυβέρνηση υπονομεύουν την πραγματική οικονομία.