Η Κυβέρνηση ζήτησε τη γνωμοδότηση της ΕΚΤ η οποία στην απάντηση της παρέθεσε την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τη χρήση μετρητών και επεσήμανε ότι μέτρα περιορισμού της χρήσης μετρητών πρέπει να λαμβάνονται μόνον εφόσον αποδειχθεί με μελέτη ότι φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η ΕΚΤ σημείωσε παράλληλα ότι ελεγκτικό ενδιαφέρον προκύπτει για συναλλαγές μεγάλης αξίας με μετρητά, όπως για παράδειγμα αυτές που είναι αξίας άνω των 10.000 ευρώ.

Η Ευρώπη είναι ο φορέας που πάντοτε εκσυγχρόνιζε και εισήγαγε την κοινή λογική στην ελληνική νομοθεσία. Απέκρουε τον επαρχιωτισμό και απομάκρυνε τη δήθεν αυστηρότητα που κατά καιρούς παρουσιάζεται σε εγχώρια νομοθετήματα και διατάξεις. Τα παραδείγματα νομοθετικών υπερβολών στη χώρα μας είναι πολλά, με πιο χαρακτηριστικά τον βασικό μέτοχο που απέρριψε η ΕΕ ή την απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος από βουλευτές που το ίδιο το πολιτικό σύστημα απέρριψε καθώς δεν ψήφισε τον εφαρμοστικό νόμο.

Στην Ελλάδα αντί της ουσίας προτιμάμε δρακόντεια μέτρα που είτε δημιουργούν πολιτικές εντυπώσεις, είτε θεραπεύουν επικοινωνιακά δυσάρεστες καταστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό το πλήθος των προσώπων που υποβάλλει δηλώσεις πόθεν έσχες. Εκτός των πολιτικών, η υποχρέωση επεκτείνεται και σε σειρά άλλων προσώπων όπως πχ ιδιοκτήτες ΜΜΕ, ορισμένοι δημόσιοι λειτουργοί, δημοσιογράφοι, πρόεδροι και διοικητές τραπεζών, μέτοχοι, μέλη Δ.Σ., διευθυντές κ.λπ. ελληνικών επιχειρήσεων που συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις για έργα η υπηρεσίες, Γενικοί Διευθυντές Υπουργείων, αναπληρωτές των Προϊσταμένων των Δασαρχείων και των Δασονομείων, τακτικά και αναπληρωματικά μέλη καθώς και οι εισηγητές των Επιτροπών Εξέτασης Προσφυγών Αυθαιρέτων κ.ά

Στην Ελλάδα αντί οι αρχές να στραφούν στον έλεγχο των συναλλαγών άνω των 10.000 ευρώ όπως υποδεικνύει η ΕΚΤ ή καλύτερα να προωθήσουν τη σύνδεση των ταμειακών μηχανών με την εφορία που θα είχε πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα κατά της φοροδιαφυγής, προτιμάμε πχ να καταγράφουμε στις τράπεζες όσους χρησιμοποιούν σε μια συναλλαγή χαρτονόμισμα των 500 ευρώ. Σε μια χώρα που τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες βρέθηκαν στο παρά ένα τουλάχιστον δυο φορές και οι πολίτες σήκωσαν 40 δις. ευρώ από τις καταθέσεις τους, καταγράφουν τα χαρτονομίσματα των 500 ευρώ ως μέσον κατά της φοροδιαφυγής.

Περιορίζεται η φοροδιαφυγή μειώνοντας το όριο των συναλλαγών στα 300 ευρώ ή μετρώντας τα χαρτονομίσματα των 500 ευρώ; Προφανώς όχι και μάλιστα δημιουργείται μαύρη αγορά από επαγγέλματα που κινούνται με ρευστό και τα ανταλλάσουν έναντι προμήθειας. Ολα αυτά συμβαίνουν σε μια χώρα που πριν μόλις πέντε χρόνια κουβαλούσε νυχτιάτικα με αεροπλάνα παλέτες με φρεσκοτυπωμένα χαρτονομίσματα κάθε είδους για να μοιραστούν την επομένη στους πανικόβλητους καταθέτες.

Οι πολιτικοί μας κατά πάγια τακτική χάριν εντυπωσιασμού προχωρούν στη λήψη περιοριστικών μέτρων που τελικά έχουν δυσανάλογα μικρά οφέλη σε σχέση με τις δυσμενείς επιπτώσεις που προκαλούν. Το αποτέλεσμα είναι η τερατώδης γραφειοκρατία και ένα φορολογικό σύστημα που δεν γνωρίζουν ούτε οι λογιστές αφού μεταβάλλεται επί καθημερινής βάσης με τις ερμηνευτικές εγκυκλίους. Η χώρα για να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή χρειάζεται ορθολογική προσέγγιση και κυρίως εκλογίκευση προς ένα φορολογικό σύστημα το οποίο δεν θα αλλάζει κάθε τρίμηνο, θα είναι δίκαιο και συνεπώς αποδεκτό από τους πολίτες.