Οσο εμείς στο εσωτερικό της χώρας καυγαδίζαμε για την ανάγκη ή μη προληπτικής γραμμής, οι δανειστές επεξεργάζονταν και συνεχίζουν να το κάνουν τις τεχνικές και άλλες παραμέτρους της επόμενης ημέρας μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος στις 20 Αυγούστου. Οι πληροφορίες αναφέρουν πως τα σχέδια που επεξεργάζεται η Ευρωζώνη για το χρέος, προβλέπουν διευθετήσεις οι οποίες θα γίνονται σταδιακά και υπό προϋποθέσεις.

Το ΔΝΤ θα παραμείνει –με ποιο ρόλο θα το δούμε- ενεργό στο σχέδιο για την επόμενη ημέρα, γιατί αποχώρηση του λόγω διαφωνίας για τη ρύθμιση του χρέους θα υπονόμευε την αξιοπιστία της εξόδου της χώρας από τα μνημόνια. Στις Βρυξέλλες κατανοούν ότι χωρίς τη «σφραγίδα» του ΔΝΤ η Ελλάδα δύσκολα θα μπορέσει να επανέλθει στις αγορές και να δανείζεται εκδίδοντας ομόλογα με λογικά επιτόκια.

Υπό τις συνθήκες αυτές πιθανότατα θα οδηγηθούμε σε έναν αναγκαίο συμβιβασμό μεταξύ των δανειστών που θα οδηγήσει σε μια επώδυνη υβριδική λύση.

Μια λύση που θα διασώζει φραστικά τα προσχήματα για την κυβέρνηση, αλλά ουσιαστικά λίγο θα παρεκκλίνει από τις υποχρεώσεις του τρίτου μνημονίου. Η χώρα θα έχει τακτικούς ελέγχους τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, θα υιοθετηθούν ρήτρες που θα διασφαλίζουν ότι δεν θα γίνουν αλλαγές και θα αναληφθούν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για συνέχιση και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι η Ελλάδα έχει δεσμευθεί να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ (περί τα 7 δισ. ευρώ ετησίως) για την πενταετία 2018-2022 και 2% για τα επόμενα 40 χρόνια. Όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία για το κύμα των κατασχέσεων του Δημοσίου στους τραπεζικούς λογαριασμούς των πολιτών και οι αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης μετά από οκτώ χρόνια ύφεσης, ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος αν δεν είναι ανέφικτος στραγγαλίζει οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια. Οπότε αυτό θα είναι και το στοίχημα της επόμενης κυβέρνησης.