Οι πιέσεις στις οικονομίες της ΕΕ προκάλεσαν γενικευμένη και πρωτοφανή χαλάρωση των κανόνων, αλλά όσο και να μετατίθεται διαρκώς η επιστροφή στην κανονικότητα, κάποια στιγμή μέσα στη χρονιά η απειλή του COVID θα ελεγχθεί. Θα είναι ζήτημα χρόνου τότε να έρθει και ο λογαριασμός για το δημοσιονομικό κόστος των μέτρων.

Από 127% που ήταν το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2009, με το τέλος των μνημονίων το 2018 διαμορφώθηκε στο 186% και τώρα οι εκτιμήσεις είναι ότι θα φτάσει το 215%. Παρά τις τεράστιες θυσίες, τις δραματικές περικοπές και την φορολογική εξόντωση που επιβλήθηκε την τελευταία δεκαετία, η αλήθεια είναι ότι παραμένουμε υπερχρεωμένοι και πλήρως εξαρτημένοι οικονομικά από την Ευρωζώνη.

Η Ελλάδα χρεοκόπησε όταν το χρέος της πλησίαζε στο 130% του ΑΕΠ, αλλά τώρα με τις εκτιμήσεις για το χρέος να είναι πως θα φθάσει στο 215% δεν υπάρχει πρόβλημα. Αυτό συμβαίνει επειδή το χρέος θεωρείται βιώσιμο, δηλαδή τα χαμηλά επιτόκια επιτρέπουν την εξυπηρέτησή του. Αν στο μέλλον δημιουργηθούν στην Ευρώπη οικονομικές συνθήκες που ωθήσουν ανοδικά τα επιτόκια, τότε ένα νέο μνημόνιο θα είναι η καλύτερη λύση που θα έχει η χώρα στο τραπέζι.

Για αυτό χρειάζεται πολιτική και κοινωνική ωριμότητα για να προσελκύσουμε νέες επενδύσεις και να διαχειριστούμε ταχύτατα και με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης. Να επιτύχουμε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης που θα επιτρέψουν να μειώσουμε το χρέος όσο ακόμη διανύουμε τον κύκλο των χαμηλών επιτοκίων.

Η Ελλάδα στερείται ακόμη επενδυτικής βαθμίδας και η υγειονομική κρίση επιδείνωσε τουλάχιστον τις άμεσες οικονομικές προοπτικές. Μας διασώζει ότι έχουμε βρει προστασία στην πολιτική των χαμηλών επιτοκίων που συντηρεί το χρέος, επιτρέπει στις τράπεζες να τιτλοποιούν τα κόκκινα δάνεια κ.λπ. Όσο η συγκυρία στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ μας ευνοεί και η πανδημία καθιστά συλλογικό πρόβλημα τις πιέσεις στις οικονομίες, η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις για να ανατάξει την οικονομία της και να τιθασεύσει το χρέος.