Όλα τα άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα, γιατί ο κόσμος δεν έχει χρήματα. Για την ακρίβεια δεν του μένουν χρήματα γιατί σταθερά τα τελευταία χρόνια πληρώνει υπέρογκους, εξοντωτικούς φόρους.

Αν κάποιος είχε τη δυνατότητα να δει τα μέσα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών απλών πολιτών, θα αντιλαμβάνονταν αμέσως την οριακή κατάσταση την οποία βιώνουν καθημερινά τα περισσότερα νοικοκυριά. Στις τράπεζες δεν υπάρχουν παρά σποραδικές περιπτώσεις πελατών που ζητούν δάνεια. Όλο το τραπεζικό σύστημα πέρυσι έδωσε στεγαστικά δάνεια ύψους 400 εκατ. ευρώ και για φέτος οι προβλέψεις είναι πως θα καταγραφεί -η εντυπωσιακή σε ποσοστό- άνοδος κατά 25%, αλλά ασήμαντη επί της ουσίας καθώς τα 400 εκατ. θα γίνουν 500 εκατ.

Σήμερα σύμφωνα με εκτιμήσεις στα περίπου 1800 καταστήματα των τραπεζών, κατατίθενται καθημερινά μόνον γύρω στις 15 αιτήσεις για χορήγηση στεγαστικού. Και όλες πλέον αφορούν αισθητά μικρότερες εκταμιεύσεις σε σχέση με το παρελθόν. Ακόμη και η πολυδιαφημισμένη από τον τύπο ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, προκαλείται από ξένα κεφάλαια και για αυτό η άνοδος έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ανεβαίνουν οι τιμές στο κέντρο, στα Νότια Προάστια και σε συγκεκριμένα νησιά, κυρίως επειδή αγοράζουν ξένοι και δευτερευόντως επειδή κάποιοι επενδύουν στο Airbnb. Πέραν αυτών ουσιαστικά οι τιμές δείχνουν να σταθεροποιούνται στα χαμηλά.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μετά τις εκλογές και παρά τη θετική ψυχολογία που δημιουργείται στην οικονομία, τα προβλήματα ρευστότητας στην αγορά επιμένουν και εξακολουθούν να πιέζουν πολλές επιχειρήσεις. Προφανώς και η μείωση των φόρων προϋποθέτει μια ισχυρά αναπτυσσόμενη οικονομία που δημιουργεί έσοδα και αφήνει δημοσιονομικά περιθώρια για εκλογίκευση του φορολογικού παραλογισμού που βιώνουμε σήμερα. Προφανώς και η Κυβέρνηση έχει θητεία μόλις τριών μηνών και είναι αρκετά νωρίς να περιμένουμε θεαματικά αποτελέσματα. Επίσης δεν παραβλέπουμε και τα δείγματα καλών προθέσεων που έδωσε με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 20% και τη μείωση του συντελεστή των επιχειρήσεων. Ωστόσο, δεν παύει το μέλλον της κυβέρνησης να εξαρτάται από την ταχύτητα μείωσης των φόρων.