Επειδή γίνεται πολύς λόγος για τα κόκκινα δάνεια και τη διαχείριση τους, καλό είναι πριν ληφθούν οι όποιες αποφάσεις να συζητήσουμε πως δημιουργήθηκαν οι καθυστερήσεις στα δάνεια.

Οι τράπεζες δεν χάρισαν χρήματα δεξιά κι αριστερά σε επιχειρηματίες που κάθονταν με τα πόδια πάνω στο τραπέζι και τα διοχέτευαν σε λογαριασμούς στο εξωτερικό. Προφανώς, υπάρχουν και περιπτώσεις κακοδιαχείρισης ή και απάτης αλλά οπωσδήποτε δεν αποτελούν τον κανόνα.

Τα επιχειρηματικά δάνεια που σήμερα ζητά η τρόικα να πουληθούν σε funds έχουν δοθεί σε ανύποπτο χρόνο, όταν πολλές αυτές τις εταιρίες ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση. Οι ελληνικές εταιρίες πλήρωναν –και όσες μπορούν το κάνουν ακόμη- για τα δάνεια επιτόκια της τάξης του 7% και 9%, τα οποία καμία σχέση δεν έχουν με τα αντίστοιχα επιτόκια που καταβάλλουν οι ευρωπαικές επιχειρήσεις.

Υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις που έχουν πληρώσει τα χρήματα του δανείστηκαν και ακόμη χρωστούν. Δηλαδή, δανείστηκαν πχ 6 εκατ. έχουν πληρώσει στην τράπεζα 6,3 εκατ. και οφείλουν ακόμη 1,2 εκατ. Οι ίδιοι επιχειρηματίες που προσπάθησαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στις τράπεζες έχουν δώσει εγγυήσεις, ακίνητα, μετοχές κλπ. Σήμερα λόγω της κρίσης, οι τράπεζες μειώνουν τις τιμές των εγγυήσεων. Δηλαδή αυτό που δέχονταν πριν μερικά χρόνια ότι κοστίζει 100, σήμερα εκτιμούν ότι κοστίζει 40-30. Ολα αυτά συμβαίνουν με την αγορά σε συνεχή καθοδική πορεία που περιορίζει τις οικονομικές δυνατότητες των εταιριών. Οι επιχειρηματίες καλούνται ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν τα υψηλά επιτόκια, την πτώση των εγγυήσεων και τα χάλια της αγοράς.

Την ίδια στιγμή, ένας άλλος επιχειρηματίας που πήρε δάνεια έξι εκατομμύρια και έχει πληρώσει στην τράπεζα μόνον 1-2 εκατ. είναι σε πολύ καλύτερη θέση από αυτόν που προσπάθησε να είναι συνεπής. Κι αν ο συνεπής επιχειρηματίας είναι σε κλάδο που σάρωσε η κρίση (κατασκευές, ρούχα, αυτοκίνητα είδη σπιτιού κλπ) είναι εγκλωβισμένος στην ίδια μοίρα με αυτόν που σκόπιμα δεν εξυπηρετούσε τις υποχρεώσεις του. Πως θα ξεχωρίσουν σε αυτό το κουβάρι των κόκκινων δανείων τα πραγματικά θύματα της επιχειρηματικής συγκυρίας και θα δοθεί η δυνατότητα στις εταιρίες να σταθούν και πάλι στα πόδια τους; Που θα μπει η διαχωριστική γραμμή, ώστε όσοι ήταν ή προσπάθησαν αν είναι εντάξει με τις υποχρεώσεις τους, να αντιμετωπιστούν δίκαια;