«Εμείς δεν το θέλουμε αλλά μας αναγκάζει η Τρόικα».
Αυτό το δήθεν επικοινωνιακό παιχνίδι αξιοποιούν συστηματικά σε διάφορες εκδοχές του, οι ελληνικές κυβερνήσεις από την πρώτη ημέρα του μνημονίου. Μια κυβέρνηση που δεν θέλει αλλά την υποχρεώνει η σκληρή τρόικα να παίρνει δύσκολες αποφάσεις και μια αντιπολίτευση  που ανακάλυψε το ιερό δισκοπότηρο στο σχέδιο να απαιτήσει από τους δανειστές ρύθμιση του χρέους.

Η αλήθεια είναι ότι η τρόικα βάζει τους στόχους. Το μίγμα των μέτρων, αν δηλαδή θα επιβληθούν περισσότεροι φόροι ή θα περικοπούν δαπάνες,  το αποφασίζει η εκάστοτε κυβέρνηση. Η δυσκολία  που παρουσιάζει η διαπραγμάτευση που είναι σε εξέλιξη με την τρόικα, δεν έγκειται μόνον στον γεγονός ότι είναι η τελευταία  αξιολόγηση βάσει του μνημονίου.

Τόσα χρόνια έχουμε σπρώξει κάτω από το χαλί ότι ενοχλούσε πολιτικά. Τώρα ήρθε η ώρα που πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε, να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις  για τις οποίες δεσμευτήκαμε αλλά συστηματικά αποφύγαμε. Οι υπεκφυγές και τα επικοινωνιακά τεχνάσματα δεν είναι πλέον αποτελεσματικά. Η διαπραγμάτευση είναι δύσκολη γιατί είναι πρακτικά αδύνατον να επιβάλλουν και άλλους φόρους που ήταν η εύκολη λύση. Το ασφαλιστικό σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει άλλο σαν διαρκές ταμείο ανεργίας. Πρέπει να πιούμε το πικρό ποτήρι, οι δικαιολογίες τελείωσαν.

Γιατί οι Ιρλανδοί και οι Πορτογάλοι άφησαν  πίσω τους το μνημόνιο;   Γιατί οι Ευρωπαίοι  τους εμπιστεύτηκαν;  Στην Ελλάδα  έχουμε πετύχει μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά  δανειστές και αγορές δυσπιστούν και  μας πιέζουν μεθοδικά. Γιατί οι θυσίες των Ελλήνων ενώ είναι αναμφισβήτητες ταυτόχρονα  δεν αναγνωρίζονται;  Μήπως δεν πείθουν οι έλληνες πολιτικοί επειδή τους θεωρούν ανεπαρκείς; Μήπως προσπαθούν να προστατέψουν παράλογα κεκτημένα   για λόγους πολιτικού κόστους;