Μια από τις πιο γνωστές κι αγαπημένες σκηνές του παλιού, κλασικού ελληνικού κινηματογράφου: Ο “βαρύμαγκας” Δημήτρης Νικολαϊδης – κινηματογραφικός ξάδελφος της Κοντού- παριστάνει τον καθηγητή ιταλικών, ενώ γνωρίζει μόνο τη στροφή από ένα τραγουδάκι, με την κατάληξη” “Λα σουσουρερά”, που πουλούσε σε κασέτες, ένα φεγγάρι, στο Μοναστηράκι.

Αυτό μου θυμίζει η κεντρική πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα μας. Με την κρίση να διανύει αισίως τον 8ο χρόνο και τους πολίτες εξαντλημένους από τη συνεχή, άδικη επιβάρυνση κι από την έλλειψη κάθε προοπτικής εξόδου από τον εφιάλτη, να παρακολουθούν την πολιτική ελίτ που τρώει τις σάρκες της, όχι για το αν το κυβερνητικό σχέδιο εξόδου από την κρίση είναι πιο τεκμηριωμένο από εκείνο της αντιπολίτευσης, αλλά (αφού δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο) για το αν ο Τσίπρας θα “ξεσκεπάσει όλα τα σκάνδαλα” (των άλλων βεβαίως κι όχι της δικής του περιόδου), ή αν ο Μητσοτάκης προηγείται στις δημοσκοπήσεις με μονοψήφιο ή διψήφιο ποσοστό. Δεν συγκρούονται πολιτικά για το ποιος μπορεί πιο αξιόπιστα να φέρει επενδύσεις, με στοιχεία, νούμερα κι επίκληση των παραδειγμάτων άλλων χωρών, αλλά για το σε ποιον τηλεφώνησε ο υπουργός, πόσους διόρισαν από το ΚΕΕΛΠΝΟ, ποια είναι τα έργα και οι ημέρες του Γιάννου, ποιος -ίσως- πρόσφερε το μήλο στον Αδάμ…

Φυσικά μας ενδιαφέρουν όλα αυτά. Μέσα στην κοινωνία ζούμε και καλό είναι να τα μάθουμε, όπως καλό είναι να μάθουμε και να τραγουδάμε, όταν δοθεί ευκαιρία, το ιταλικό τραγουδάκι της ελληνικής ταινίας: “Κουέστα πικολίσιμα σερενάτα, κον ουν φίλ ντι βότσε σι πουό καντάρ όνι ιναμοράτα, άλ ιναμοράτα, λα σουσουρερά”.

Αλλά πολύ πιο κρίσιμο είναι να συμφωνήσουμε ότι, όπως το τραγουδάκι είναι ένα απειροελάχιστο υποσύνολο της ιταλικής γλώσσας, έτσι και τα θέματα που απασχολούν αυτό τον καιρό την πολιτική επικαιρότητα είναι ένα απειροελάχιστο υποσύνολο αυτών που χρειάζεται ο Έλληνας πολίτης για να πιστέψει σε κάτι και να δώσει την προσωπική του μάχη γι αυτό. Τεκμηριωμένα και κοστολογημένα πολιτικά προγράμματα εξόδου από την κρίση δεν ακούμε, μια πολιτική πρόταση για το ποια κοινωνία θα (ξανα)κτίσουμε δεν ακούμε, μια πραγματικά επεξεργασμένη, καθαρή λύση για τη νέα παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας ούτε περνά από το μυαλό της σημερινής πολιτικής ελίτ να μας προτείνει.

Κοντολογίς, τις υποχρεώσεις της, ως πολιτική ελίτ, αδυνατεί να τις εκπληρώσει, όπως ο “βαρύμαγκας” της ταινίας αδυνατεί να αρθρώσει άλλη ιταλική λέξη εκτός από το γνωστό του τετράστιχο.

Κι είναι απαράδεκτο για τη σημερινή πολιτική ελίτ, αλλά και ντροπιαστικό για τον αγρίως δοκιμαζόμενο Έλληνα πολίτη, αυτός να ικανοποιείται όταν ο πολιτικός του αντιπρόσωπος, αντί μιας λυτρωτικής πρότασης εξόδου από την κρίση, όπως έχει υποχρέωση, του πετάει κατάμουτρα ένα “κουέστα πικολίσιμα σερενάτα, κον ουν φίλ ντι βότσε σι πουό καντάρ όνι ιναμοράτα, άλ ιναμοράτα, λα σουσουρερά”, το οποίο, όπως ο βαρύμαγκας της ταινίας, συνοδεύει θρασέως με ένα “σ’ έσκισα”.