Πριν από μια εβδομάδα, πραγματοποιήθηκαν οι εορτασμοί για τα 25χρονα της πτώσης του τείχους.

Στην Ελλάδα – όπως συνηθίζουμε – ελάχιστα ασχοληθήκαμε με το θεμελιώδες αυτό γεγονός που άλλαξε τη ρότα της Ευρώπης αλλά και τη δική μας ως χώρα. Εξάλλου πάντα μας αρέσει να πληρώνουμε τους λογαριασμούς που μας έρχονται και να γκρινιάζουμε πολύ μετά από την απομάκρυνση εκ του …ταμείου. Ας είναι όμως. Σήμερα δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτά που εμείς κάνουμε λάθος.

Θα δούμε την άλλη πλευρά του νομίσματος.

Κακά λοιπόν τα ψέματα. Η Ευρώπη που γεννήθηκε μετά την ένωση των δύο Γερμανιών είναι αυτή που το Βερολίνο δημιούργησε. Πρόκειται για την Ευρώπη της Μέρκελ και του Σόιμπλε, η οποία όμως ξεκίνησε στα τέλη του ’80 ως η Ευρώπη του Κολ, του Μιτεράν και του Ντελόρ.

Οι Γερμανοί είναι που σήμερα με αισιοδοξία, οικονομικό σφρίγος αλλά και μεγάλη πολιτική ατσαλοσύνη οδηγούν την ήπειρο μας σε έναν νέο διχασμό, έχοντας κατορθώσει δια των οικονομικών τους επιτευγμάτων να εκπαραθυρώσουν ακόμα και την παραδοσιακή ευρωπαϊκή υπερδύναμη, τη Γαλλία. Που 70 χρόνια μετά τη λήξη του Β Παγκοσμίου πολέμου δημιουργούν και πάλι τις προϋποθέσεις ώστε μέρος της Ε.Ε. να θεωρεί ότι οι Γερμανοί ουδέν έμαθαν, ουδέν κατανόησαν από την περιπέτεια στην οποία αρχικά υπέβαλλαν τον πλανήτη αλλά και δις στην οποία υποβλήθηκαν εκ της ήττας τους οι ίδιοι.

25 χρόνια μετά το γκρέμισμα στο δικό τους τείχος λοιπόν, αγνοώντας τον τρόπο με τον οποίο οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι τους συμπαραστάθηκαν, οι Γερμανοί αποφάσισαν να κτίσουν το δικό τους «νέο τείχος». Ένα τείχος που χωρίζει ξεκάθαρα την Ευρώπη  σε «καλό βορρά» και «κακό νότο».

Με εμμονές από το παρελθόν και ποντάροντας σε μια Ευρώπη κατευθυνόμενη και πάλι από τους ίδιους ως αντιστάθμισμα της Ευρω-ατλαντικής Ευρώπης την οποία είχαμε συνηθίσει μεταπολεμικά, το Βερολίνο έχει ξεκάθαρα χαράξει εκ νέου μια αυτοκαταστροφική πορεία.

Μια πορεία που αγνοεί εν μέρει την μοναδική – θέλουμε δεν θέλουμε – υπερδύναμη του πλανήτη, τις ΗΠΑ, που απομονώνει τις άλλες κουλτούρες χαρακτηρίζοντας αυτές από επικίνδυνες έως «μη χρήσιμες» καθότι «μη παραγωγικές» και που θέτει τα θεμέλια για ένα πολιτισμικό απαρτχάιντ εντός της Ευρωζώνης.

Γιατί ας μην γελιόμαστε: για τους Γερμανούς χώρες όπως τα PIGS είναι από περιττές έως υποδεέστερες. Όποιος δεν παράγει, όποιος δεν περιστέλλει το κοινωνικό Κράτος (την ώρα που οι Γερμανοί το διατηρούν ακόμη ως κόρη οφθαλμού), όποιος επιδιώκει ανάπτυξη με άλλα εργαλεία, είναι παρείσακτος σε μια Ένωση που ολοένα περισσότερο λειτουργεί ως κλειστό club ξανθών και γαλαζομάτηδων βορειοευρωπαίων.

Κι αν θεωρείτε πως όλα αυτά τα γράφω υπό την πίεση που η Ελλάδα υφίσταται τα τελευταία χρόνια, κάνετε λάθος. Τα ίδια τείχη είχαν κτίσει οι Γερμανοί στα τέλη της δεκαετίας του ’90 για τους περίφημους «Πολωνούς υδραυλικούς» καταγγέλλοντας την ενοποίηση προς ανατολάς, τα ίδια έλεγαν για τους προερχόμενους από τα Βαλκάνια Ρουμάνους και Βούλγαρους που ήθελαν να ενταχθούν στην Ε.Ε., ενώ ας μην ξεχνάμε και τη στάση του Βερολίνου στον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας που σε μεγάλο βαθμό υποδαύλισε τα πάθη μεταξύ Καθολικών Κροατών και Ορθοδόξων Σέρβων.

Το μεθύσι λοιπόν από το πάρτι της γερμανικής επανένωσης καλά κρατεί εδώ και 25 χρόνια. Το ότι με τις λογικές τους όμως οι Γερμανοί ταπεινώνουν λαούς όπως οι Σύμμαχοι ταπείνωσαν τους ίδιους μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν θέλουν να το βλέπουν.

Το ότι ενώ οι πατεράδες των Γερμανών είδαν τις πολεμικές αποζημιώσεις που έπρεπε να πληρώσουν να κουρεύονται με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στο γερμανικό θαύμα του ’50 και ’60, δεν τους ευαισθητοποιεί για να πράξουν το ίδιο στις χειμαζόμενες από τα χρέη χώρες του νότου. Κι όλα αυτά διότι η πολιτική κληρονομιά του Μπίσμαρκ αλλά ενδεχομένως και των μεγάλων Γερμανών φιλοσόφων των τελών του 19ου αιώνα, η κληρονομιά των διαρκών αγώνων για επέκταση της Γερμανίας καθότι ποτέ δεν υπήρξε αποικιοκρατική δύναμη, φαίνεται πως έχουν κληρονομηθεί στους σύγχρονους Γερμανούς πολιτικούς που και πάλι ψάχνουν – αλλά με άλλα μέσα κι εργαλεία – «ζωτικό χώρο».