Ο Βίκτωρ Ουγκώ έλεγε πως «η λύπη ενός παιδιού ενδιαφέρει τη μητέρα του, η λύπη ενός νέου ενδιαφέρει μια νέα, η λύπη ενός γέρου δεν ενδιαφέρει κανέναν»

Θα ζητήσω από την αρχή συγγνώμη σε όσους θεωρούν τον Μανώλη Γλέζο και τον Μίκη Θεοδωράκη ως εθνικά κεφάλαια. Κι εγώ σαφώς δεν μπορώ να αμφισβητήσω τους αγώνες, τις μάχες, την ποιότητα τους. Είμαι εξάλλου ελάχιστος, πολύ μικρός μπροστά στο μεγαλείο δύο ζώντων μνημείων της σύγχρονης Ελλάδος.

Όμως επειδή δεν μπορώ να αμφισβητήσω και τον Ουγκώ που επίσης υπήρξε τεράστιος υπηρέτης των γραμμάτων και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, διαφοροποιούμενος θα υποστηρίξω πως «η λύπη ενός γέρου δεν ενδιαφέρει κανέναν».

Ο Μανώλης Γλέζος όπως και ο Θεοδωράκης για χρόνια έδωσαν μεγάλους αγώνες, αποτέλεσμα άλλων εποχών και διαφορετικών αναγκών. Ο Γλέζος αντιστάθηκε με γενναιότητα απέναντι στους Ναζί. Απέναντι στο Εθνικό Κράτος που έχασε το μέτρο και λανθασμένα προχώρησε σε διώξεις του ηττημένου Δημοκρατικού Στρατού. Με έντονο πάντα το συναίσθημα κι όχι τόσο τη λογική, χάραξε μια πορεία αγώνων, φυλακίσεων, εξοριών. Μια πορεία μέσα από το φιλειρηνικό κίνημα και μετά από χρόνια, μια πορεία σύγκρουσης ακόμα και με τον ίδιο τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Με το κόμμα του το ΚΚΕ.

Βέβαια στα λάθη του σπάνια ο ίδιος αναφέρεται, όπως γίνεται για κάθε ζώντα μύθο.

Λάθος του για παράδειγμα η στήριξη επί σειρά ετών σταλινικών καθεστώτων. Λάθος του επίσης η στήριξη του Εμβέρ Χότζα που βύθιζε την Αλβανία στο χάος και την οπισθοδρόμηση στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70. Λάθος του καλά – καλά η σύνδεση των ελληνικών, τίμιων και σωστών διεκδικήσεων στο πεδίο της οικονομίας με έναν έντονο συναισθηματισμό. Με έναν λυρισμό που τον διακρίνει ακόμα και σήμερα.

Ο ίδιος σε μεγάλο βαθμό με τη ρητορική του αναγόρευσε τους μοντέρνους Γερμανούς σε περίπου κάτι ταυτόσημο με τους Ναζί που τόσο πολύ πολέμησε.

Λάθος μέγα.

Αυτός ο οξύς τόνος ριζοσπαστικοποίησε μεγάλο μέρος της κοινωνίας τόσο προς τα αριστερά, όσο και προς τα δεξιά δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για έναν νέο εθνικό διχασμό. Τότε ήταν οι «Γερμανοί και οι συνεργάτες τους». Τώρα; Οι «Μνημονιακοί».

Ναι, οι Γερμανοί το παράκαναν. Ναι, ο Σόιμπλε ξεπέρασε τα εσκαμμένα. Για να έχουμε όμως καλές εξηγήσεις, άλλο ο Χίτλερ, άλλο η Μέρκελ. Ο ίδιος ο Μανώλης Γλέζος, παρέα με τον Μίκη Θεοδωράκη και την «Σπίθα» του τελευταίου, βγήκαν στους κοινωνικούς αγώνες για μια Ελλάδα που θα έλεγε «όχι» στη φτωχοποίηση.

Η «Σπίθα» σήμερα δεν υπάρχει, ως αποτέλεσμα της αδιαφορίας των πολιτών για λύσεις παρωχημένες. Επίσης ο Μίκης ναι μεν αποτελεί ένα τοτέμ για τη χώρα μας, έναν κολοσσό της ιστορίας, όμως κακά τα ψέματα: σύγχρονες λύσεις δεν μπορεί να δώσει. Πολιτικά εξάλλου υπήρξε ανέκαθεν άγαρμπος. Κι αυτός με τη σειρά του – όπως και ο Γλέζος – έκανε ουκ ολίγα λάθη. Το ‘Καραμανλής ή τανκς» έθαψε για 40 χρόνια την ελληνική Αριστερά. Η τοποθέτηση του σε ρόλο υφυπουργού στην κυβέρνηση Μητσοτάκη τίποτε το ενωτικό δεν είχε.

Και στους δύο λοιπόν θα αναγνωρίσουμε τη λεβεντιά. Τη μεγάλη συνεισφορά στους αγώνες για την παγκόσμια ειρήνη μέσα από μια αριστερή φυσικά οπτική. Όμως αλάνθαστοι δεν είναι. Και τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ θέλουμε – δεν θέλουμε πέτυχε μια ρεαλιστική συμφωνία (σ.σ. έστω κι αλλάζοντας 180 μοίρες τις προεκλογικές του εξαγγελίες), τώρα που με εντολή Τσίπρα τελείωσε ο νέος εθνικός διχασμός, τώρα που η χώρα μας πέτυχε να παραμείνει μέρος και μέλος της Ευρώπης καλό θα είναι οι Μίκης και Γλέζος να σταματήσουν να γκρινιάζουν, να δώσουν τόπο στα νιάτα και να μην διασπάσουν το φιλοευρωπαϊκό μέτωπο.

Η Ελλάδα αρκετά υπέφερε από τις ανούσιες διχαστικές κραυγές. Από τους παληκαρισμούς που παραπέμπουν σε άλλες εποχές. Η χώρα χρειάζεται μοντέρνες λύσεις από σύγχρονους πολιτικούς. Και φυσικά δεν ξεχνάει τη συνεισφορά όλων όσων έδωσαν αγώνες. Όμως στον 21ο αιωνα, λύσεις του 20ου δεν θα πρέπει να προκρίνονται.