Δεν θα ασχοληθώ σήμερα με τις ανησυχητικές δηλώσεις του Γερμανού κεντρικού τραπεζίτη Βάιντμαν πως «ελπίζει ότι ο Τσίπρας δεν θα κάνει πράγματα που δεν θα αντέξει η Ελλάδα».

Θα ξεπεράσω και τις ανακοινώσεις του εκπροσώπου Τύπου των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών Φίλιπ Μισφέλντερ που χαρακτήρισε «πολύ κακή για την Ευρώπη και το Ευρώ τη στροφή των πολιτών στα κόμματα που αντιμάχονται τη λιτότητα».

Το hangover εξάλλου ελάχιστα ενδιαφέρει τους διατελούντες εν πλήρει ευθυμία «πότες» κάθε ουσιών ή ποτών. Ακόμα και αυτού της νίκης.

Άντε να μη χαλάσω το γενικότερο κλίμα ευτυχίας την στιγμή που οι εγκυρότερες εφημερίδες του πλανήτη όπως οι Financial Times ή οι New York Times κι όχι η ιταλική κομματική Il Manifesto ή η τροτσκιστική Liberation, μιλούν για πορεία σύγκρουσης και για δοκιμασία που έρχεται.

Θα σταθώ όμως στη ΝΔ η οποία – κατά την γνώμη μου – φέρει το ιστορικό βάρος δυο μαχών που ποτέ δεν έδωσε.

Η πρώτη σαφής: δεν θέλησε να εκλέξει πρόεδρο Δημοκρατίας, προτείνοντας ένα στενά κομματικό πρόσωπο. Τον Σταύρο Δήμα.

Η δεύτερη μάχη που ποτέ δεν δόθηκε ήταν η χθεσινή.

Όχι. Δεν κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο κι αν κάποιοι θέλουν να μας πείσουν. Η ΝΔ ήταν που έχασε. Μια ματιά στα ποσοστά των δύο κομμάτων αλλά και την πορεία των δημοσκοπήσεων, δείχνει πως «το ματς μπορούσε να γυρίσει». Όμως εξαιτίας λανθασμένων ενεργειών ή ιδεοληπτικών συμπεριφορών από το ηγετικό επιτελείο της ΝΔ, αυτή η μάχη δεν δόθηκε. Κάποιοι ξεκάθαρα είχαν προαποφασίσει την ήττα. Μια διαχειρίσιμη μεν ήττα, αλλά τελικά ήττα.

Με τη λογική της «αριστερής παρένθεσης» οι ινστρούχτορες του κόμματος αποφάσισαν να θυσιάσουν την προοπτική της νίκης, πολιτευόμενοι με τον φόβο και με ακροδεξιά ρητορεία που δεν αρμόζει σε ένα μεγάλο δημοκρατικό κόμμα. Αυτή η πολιτική επικοινωνία άνοιξε αντί να μειώσει τη διαφορά στο κρίσιμο διάστημα των τριών εβδομάδων πριν τις κάλπες. Αντί το κόμμα να στραφεί στα μεσαία αστικά κοινά, επέλεξε –λανθασμένα αν κρίνουμε από την εν γένει πορεία ΑΝΕΛ και Χρυσής Αυγής – να ψαρέψει στα θολά νερά της λαϊκίστικης ή άκρας –φασιστικής Δεξιάς.

Τον μεσαίο χώρο τον άφησε στον Αλέξη Τσίπρα με αποτέλεσμα την ήττα.

Η ανάλυση των τελικών ποσοστών εξάλλου δείχνει πως μια ΝΔ που έλαβε πολύ δύσκολες αποφάσεις, που βρέθηκε απέναντι από τη βάση της με φόρους όπως ο ΕΝΦΙΑ, που στράφηκε κατά του παραδοσιακού της κοινού (μικρομεσαίοι, δικηγόροι, ιατροί, επιχειρηματίες κλπ.) κρατήθηκε σε ένα αξιοπρεπές ποσοστό (27,81%) μόλις 8,5% πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Και μην μου πείτε πως για μια χώρα με 1,5 εκατομμύριο ανέργους, με το 1/3 του πληθυσμού στα όρια της φτώχειας και συνεχή ρητορεία περί «ανθρωπιστικής κρίσης» αυτό αποτελεί «σαρωτική νίκη» για τον ΣΥΡΙΖΑ. Μια νίκη μεγάλη είναι, μια επιτυχία σαφής, όχι όμως σαρωτική.

Όλα λοιπόν τα παραπάνω, δείχνουν πως η ΝΔ θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις κι έναν καλύτερο σχεδιασμό να κερδίσει. Θα μπορούσε με μια καλή οργάνωση να είναι ακόμα και πρώτη ή τουλάχιστον να είναι υψηλότερα και ο ΣΥΡΙΖΑ να νιώθει «καυτή την ανάσα της». Το γιατί αυτό δεν έγινε, γιατί ο πρόεδρος Αντώνης Σαμαράς αρνήθηκε να κατεβάσει την «ομάδα» στο τερέν, είναι ένα ερώτημα που – δυστυχώς – όπως πάνε οι εσωκομματικές εξελίξεις στο κόμμα, μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Όμως κακά τα ψέματα. Η ιστορία κρίνει τους πολιτικούς τόσο για αυτά που έκαναν, όσο και γι’ αυτά που δεν έκαναν. Κι αν η πατρίδα μπει σε περιπέτειες, η ευθύνη όσων δεν έδωσαν τη μάχη θα είναι μεγάλη. Αν πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ τα καταφέρει, ανάλογο θα είναι το παραταξιακό πρόβλημα που θα δημιουργηθεί.