Η Οφηλία στον Άμλετ έλεγε πως «ξέρουμε τι είμαστε, αλλά δεν ξέρουμε τι θα μπορούσαμε να είμαστε».

Ο Σαίξπηρ έγραψε την παραπάνω φράση για να τονίσει πως δεν υπάρχουν όρια για τις δυνατότητες μας. Αρκεί φυσικά να περάσουμε από ένα στάδιο αυτογνωσίας.

Η ΝΔ αυτή τη στιγμή «ξέρει τι είναι». Είναι ένα κόμμα γερασμένο, με δυναμική στα κοινά +55 και χαμηλή απήχηση στους ανέργους ή τους νέους. Ένα κόμμα που αποπνέει ελιτίστικο αέρα και μυρίζει βαρονία. Μια παράταξη που αφορά το αστικοποιημένο 28% του πληθυσμού της χώρας, όσους δηλαδή ακόμα έχουν κάτι να χάσουν και που οι θέσεις της δεν γίνονται κατανοητές σε όσους ήδη έχασαν πολλά όμως ευρισκόμενοι σε περιδίνηση δεν γνωρίζουν πως μπορούν να χάσουν κι άλλα.

Ένα κόμμα αποκομμένο από τις καραμανλικές – λαϊκές ρίζες του. Και για όσους διαφωνήσουν με αυτή τη θέση απλά να θυμίσω πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε παιδί του λαού, προερχόμενος “από τα κάτω”.

Η ΝΔ αναγκάστηκε από τις συνθήκες και υπό τον σφοδρό αντιπολιτευτικό λαϊκισμό να ακολουθήσει πολιτικές που δεν πίστευε, όμως έπρεπε να εφαρμόσει. Ιδιαίτερα στα χρόνια του Αντώνη Σαμαρά έπαιξε το ρόλο της «χρήσιμης παράταξης» με μεγάλο όμως κόστος. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο έχει ένα πλεονέκτημα. Έχει μια πιο υπεύθυνη αντιπολίτευση με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη άνεση χρόνου και χώρου.

Ήλθε όμως η ώρα η ΝΔ να «μάθει τι θα μπορούσε να γίνει».

Ήλθε η ώρα να μιλήσει για το σχέδιο που έχει για το αύριο. Όχι. Δεν πρέπει ο επόμενος πρόεδρος να μιλήσει μόνο στο 28% των ήδη υπαρκτών ψηφοφόρων της. Αυτοί γνωρίζουν καλά γιατί ψήφισαν ΝΔ και γιατί ενδεχομένως θα την ξαναψηφίσουν.

Ο επόμενος πρόεδρος της παράταξης (το ηγέτης δεν το αναφέρω καθώς μια τέτοια ιδιότητα κατακτιέται στην πορεία του χρόνου) θα πρέπει να βουτήξει τα παπούτσια του στη λάσπη των αφιλόξενων περιοχών της χώρας. Να πάει στο αποβιομηχανοποιημένο Πέραμα, στην δοκιμαζόμενη Ευρυτανία, στη ξεχασμένη δυτική Μακεδονία. Να πει πως θα έλθουν επενδύσεις, πως θα ανοίξει η αγορά εργασίας.

Να μιλήσει για την κοινωνική Νέα Δημοκρατία. Να κατέβει στο πεζοδρόμιο και να δείξει πως η ανανέωση δεν είναι μόνο θέμα λόγων αλλά κι έργων. Αρκετά με τον λαϊκισμό και τις ανέξοδες κορώνες. Όποιος θέλει να πάρει το κόμμα πρέπει να γίνει συγκεκριμένος. Να μιλήσει για το πώς θα ανανεωθεί το κόμμα και πως θα ανοίξει στην κοινωνία. Όχι πως θα το «κλείσει» και θα το κυβερνήσει με κλειστές ομάδες και παρέες.

Η παράταξη χρειάζεται οργάνωση. Χρειάζεται στρατιώτες κι όχι στρατηγούς. Χρειάζεται όραμα κι ενότητα. Οι διαχωριστικές γραμμές που κάποιοι με ευκολία χτίζουν πρέπει άμεσα να γκρεμιστούν. Τι σημαίνει εξάλλου «μητσοτακικοί», «καραμανλικοί» ή «σαμαρικοί» σε μια χώρα που αλλάζει, σε μια παράταξη που χάνεται;

Γι’ αυτό σας λέω: αν η ΝΔ δεν δει «τι θα μπορούσε να γίνει» τότε θα μείνει κολλημένη σε «αυτό που σήμερα είναι». Δηλαδή δεύτερη και καταϊδρωμένη.