Θλίψη και οργή. Αυτά είναι τα αισθήματα απέναντι σε όσους στρεφόμενοι στο εθνικολαϊκό φαντασιακό, ποντάρουν αυτή την περίοδο σε λάθος χαρτιά είτε από άγνοια, είτε από σκοπιμότητα. Πλειοδοτώντας σε λαϊκισμό ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ “παίζουν τα χαρτιά τους” σε μια συμμαχία με το τίποτα (για να κοπιάρουμε την Αριστερα του τίποτα), σε μια συμπόρευση με την Ρωσία που εκτός της κοινής πίστης, τιποτε άλλο δεν μας συνδέει μαζί της.

Ποια εξάλλου μπορεί να είναι η σύνδεση με ένα Κράτος γνωστό για τα αντιδημοκρατικά και φοβικά ως προς κάθετι φιλελεύθερο αισθήματα , που φυλακίζει οσους διαφωνούν με τον πατερούλη Πούτιν, που δολοφονεί ακτιβιστές, φιμώνει bloggers και ΜΜΕ;

Η Ρωσία όμως εκτός των άλλων χαρακτηριστικών κι αξιών της που τόσο την κάνουν να απέχει από κεκτημένα ετών στην ΕΕ και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, έχει και ένα επιπρόσθετο πρόβλημα ως προς τις σχέσεις με την Ελλάδα: εδώ και χρόνια “τάζει” επενδύσεις, υπόσχεται βοήθειες, γνέφει καταφατικά για παροχές (όλοι θυμούνται για παράδειγμα την Κύπρο το 2013) και μονίμως μας εγκαταλείπει στα κρύα του λουτρού.

Όλα αυτά την ίδια στιγμή που η Ευρώπη είναι που μας πληρώνει (έστω και με τρόπο λάθος, απαιτώντας λιτότητα διαρκείας), η ΕΕ ήταν που με τα πακέτα Ντελόρ, τα Κ.Π.Σ. ή τα ΕΣΠΑ βοήθησε στην ανάταξη και ανάπτυξη της χώρας ή οι ΗΠΑ ήταν που συνέδραμαν όταν η χώρα είχε ανάγκη για χαλάρωση των όρων του ΔΝΤ και της Γερμανίας.

Αντ’ αυτών, σε ενα νεφελώδες σχήμα, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας σχεδιάζει μια συμμαχία βασισμένη σε έναν αγωγό που θα περνάει μέσα από την Τουρκία, προφανώς ξεχνώντας πως οι φίλοι του οι Ρώσοι στην πρώτη διαφωνία έκλεισαν τις κάνουλες του φυσικού αερίου στην Ουκρανία. Κάτι το οποίο και η χώρα μας μπορεί κάλλιστα να πάθει από την πάντα έτοιμη για το χειρότερο Τουρκία.

Με αυτά κι άλλα όμως, η κυβέρνηση κατόρθωσε να μας γυρίσει πολλά χρόνια πίσω. Για την ακρίβεια επιστρέψαμε στην εποχή που τα πολιτικά κόμματα χωρίζονταν στο αγγλικό, το γαλλικό ή το ρωσικό . Αντί δηλαδή ο κ. Τσίπρας και η ομάδα του να χαράξουν μια πολιτική ανάταξης της παραγωγής και τιθάσευσης της δημοσιονομικής – κρατικής αυθαιρεσίας, επιλέγουν και πάλι τις ευκολίες. Επιλέγουν να συνομιλήσουν όχι με τους δανειστές αλλά με το εσωτερικό ακροατήριο που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμο να πιστέψει σε σωτήρες εκτός συνόρων, στη δυναμική του μεγάλου πατερούλη ή του μεγάλου τιμονιέρη. Πόσο κρίμα όμως είναι κάποιοι να υπογράφουν την οπισθοδρόμηση της χώρας σε σχήματα που ποτέ δεν απέδωσαν και που με τίποτα δεν μας ταιριάζουν ως χώρα.