Καθώς έχουν περάσει ήδη 7 χρόνια από την υπαγωγή της χώρας στον μνημονιακό λαβύρινθο, γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι οι ισχνές αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας δεν αφορούν τόσο τον πολιτικό κύκλο -καθώς οι εφαρμοζόμενες πολιτικές δεν διαφέρουν σημαντικά, ενώ όσες διαφέρουν δεν μπορούν να αποδώσουν σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο που βιώνει η οικονομία- όσο περισσότερο ακολουθούν τον οικονομικό κύκλο, η πορεία του οποίου έχει προδιαγραφεί από το μείγμα λιτότητας και διαρκούς προσδοκίας νέων μέτρων.

Με άλλα λόγια, έχει παγιωθεί στην οικονομία ένα αίσθημα βέβαιης συνεχιζόμενης αβεβαιότητας, το οποίο επιδρά προφανώς στην επενδυτική ψυχολογία και αναστέλλει κάθε θετική προοπτική, ακόμη και στις λίγες περιπτώσεις που είναι δυνατόν αυτή να ευοδωθεί. Είναι άλλωστε μνημονιακό παράδοξο ότι καθώς αυτή η αβεβαιότητα εντείνεται, η κοινωνία και η αγορά αναζητούν την επίσπευση της συμφωνίας και τη νέα δόση ως «αναλγητικό» μείωσης του πόνου παρά ως μηχανισμό δυναμικής επανεκκίνησης. 

Από την άλλη, είναι προφανές ότι οι καθυστερήσεις στη διαπραγμάτευση και στην επίτευξη ενός συνολικού πακέτου συμφωνίας οδηγούν σταδιακά την οικονομία στο να διολισθαίνει περαιτέρω σε ένα κατώφλι στασιμότητας, το οποίο θα κινείται περί το 0%-1%, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη οριακές μεταβολές του δείκτη τιμών. Ουσιαστικά, το ήδη βεβαρημένο οικονομικό κλίμα επιδεινώνεται από την έλλειψη εθνικού, αλλά και ευρωπαϊκού παραγωγικού προσανατολισμού, καθώς ούτε τα εγχώρια πολιτικά κόμματα αλλά ούτε και η Ευρωπαϊκή Ενωση, ως υπερεθνική οντότητα, έχουν προσδιορίσει ένα σχέδιο ομαλής απεμπλοκής από την κρίση με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πολιτικός χάρτης στη χώρα μας έχει αλλάξει δραματικά από το 2010 και μετά -πρόκειται για μια μυλόπετρα που αναλώνει το πολιτικό κεφάλαιο ταχύτερα από τις οικονομικές πολιτικές- αλλά πλέον αυτό συμβαίνει εκτεταμένα και σε εύρωστες οικονομίες της Ευρώπης. Το φαινόμενο αυτό αντανακλά το γεγονός ότι οι πολίτες αντιλαμβάνονται τη μετέωρη Ευρώπη ως αδύναμη να επιλύσει κρίσεις προς το συμφέρον τους.

Ολα τα παραπάνω στοιχεία και οι καθυστερημένες πολιτικές αποφάσεις επιδρούν σημαντικά στην εσωτερική αγορά και, κυρίως, στις μικρές επιχειρήσεις. Τα στοιχεία της πρόσφατης έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ καταδεικνύουν με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τα προηγούμενα εξάμηνα και τα προηγούμενα έτη παρά τον πρόωρο αφανισμό του 25%. Επιπλέον, όσοι ήλπιζαν και ίσως σχεδίαζαν ότι με τη «δημιουργική καταστροφή» των μικρών «αναποτελεσματικών» επιχειρήσεων θα οδηγούμασταν στην επενδυτική άνοιξη και προσέλκυση ξένων επενδυτών, έχουν διαψευστεί οικτρά. Και πώς άλλωστε να μη συμβεί αυτό όταν μια χώρα δεν έχει καταφέρει πρώτα να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών της και των επιχειρηματιών της; Πώς είναι δυνατόν να προσδοκούν ορισμένοι ότι η ανάπτυξη έρχεται «έξωθεν» και «άνωθεν» από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους χωρίς να έχει διαμορφωθεί το κατάλληλο θεσμικά και οικονομικά επιχειρηματικό περιβάλλον;

Το μνημονιακό παράδοξο έγκειται ακριβώς στην παραπάνω αντίφαση: η χώρα που είχε ανάγκη από ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής και εγχώριας δημοσιονομικής κρίσης, αντί να αξιοποιήσει την ευκαιρία, να θέσει τις εθνικές προτεραιότητες και να προχωρήσει τις απαραίτητες προσαρμογές, ουσιαστικά δημιούργησε ένα νέο πεδίο προνομιακών σχέσεων και «επιλεγμένων» μεταρρυθμίσεων -κάθε κόμμα εξουσίας τις αξιοποίησε κατ’ αναλογίαν- με τέτοιον τρόπο που διαιωνίζεται το παρελθόν και περιορίζεται το κύτταρο της οικονομικής δημοκρατίας, που είναι η μικρή δυναμική επιχείρηση. Γι’ αυτή την εξέλιξη η ευθύνη επιμερίζεται σε όλους: πολιτικά κόμματα, θεσμικούς και οικονομικούς παράγοντες, δημόσια διοίκηση, Δικαιοσύνη, συνδικαλιστικούς φορείς.