Κατά πάσα πιθανότητα, η Ελλάδα θα πετύχει να πάρει θετική αξιολόγηση από το επόμενο Eurogroup, εφόσον επιτευχθεί συμφωνία με τους δανειστές, και αυτό θα έχει άμεσα θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, η ρευστότητα θα αυξηθεί κατά 6 με 7 δισ. από τη συμμετοχή της Ελλάδας στα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και αυτό θα διευκολύνει τις χρηματοδοτήσεις από τις τράπεζες. Στην ίδια κατεύθυνση θα κινηθεί και η ρύθμιση των κόκκινων δανείων, η οποία τελικά μπορεί να έχει κάποια θετικά αποτελέσματα και για τους δανειολήπτες, αφού οι τράπεζες θα διευκολυνθούν να τα ρυθμίσουν πιο εύκολα, ακόμη και να προχωρήσουν σε κουρέματα κάποιων από αυτά. Η προστασία της πρώτης κατοικίας, στο πλαίσιο της ρύθμισης για τα κόκκινα δάνεια, έχει μικρή αξία από τη στιγμή που ισχύει μόνο για έναν χρόνο. Μπορεί λοιπόν, εφόσον κερδίσουμε μια θετική αξιολόγηση, να δούμε κάποια οφέλη φέτος από την αύξηση της ρευστότητας. Τελικά, όμως, η πολύ μεγάλη αύξηση των φόρων για όλους, επιχειρήσεις και καταναλωτές, θα εξανεμίσει τα θετικά της αύξησης της ρευστότητας και θα χειροτερεύσει την οικονομική καθημερινότητα.

Ο συνδυασμός των μέτρων που προτιμά η κυβέρνηση να εφαρμόσει, αντί να προχωρήσει με θάρρος σε μεταρρυθμίσεις που θα περιορίσουν τις σπατάλες του Δημοσίου και θα δημιουργήσουν προοπτικές ανάπτυξης, είναι καταστροφικός για την οικονομία.

Η υπερφορολόγηση θα οδηγήσει τελικά σε αύξηση της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής. Οταν κάποιος καλείται να πληρώσει στην Εφορία το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του και παράλληλα απειλείται με κατασχέσεις της περιουσίας του λόγω των τραπεζικών δανείων που δεν μπορεί να πληρώσει, όταν ο ίδιος αυτός φορολογούμενος -είτε πρόκειται για φυσικό πρόσωπο είτε για επιχείρηση- βλέπει ότι το εισόδημά του μειώνεται, είναι πάρα πολύ πιθανό να αναγκαστεί να φοροδιαφύγει.

Το κόστος χρηματοδότησης του κράτους έχει γίνει υπερβολικό για τους πολίτες, καθώς καλούνται να πληρώνουν διαρκώς αυξανόμενους φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Η αύξηση τόσο του ΦΠΑ όσο και των φόρων εισοδήματος θα έχει ως συνέπεια την αύξηση της φοροδιαφυγής χωρίς να υπάρχει θετικό αποτέλεσμα στα δημόσια έσοδα. Αντίθετα, αν μειώνονταν οι σπατάλες του Δημοσίου με το κλείσιμο άχρηστων δημοσίων υπηρεσιών ή αν λυνόταν το Ασφαλιστικό με πιο δραστικά μέτρα, δεν θα χρειαζόταν τόσο μεγάλη αύξηση των φόρων. Η λογική, όμως, της κυβέρνησης, η οποία είναι να τιμωρεί με φόρους τους πάντες για να προστατεύει το μεγάλο και αντιπαραγωγικό Δημόσιο, οδηγεί στην υπερφορολόγηση που καταστρέφει τελικά και τον ιδιωτικό τομέα και τους πολίτες και έσοδα στο Δημόσιο δεν φέρνει.

Θεωρητικά, αν καταφέρναμε να έχουμε ρυθμό ανάπτυξης, η αύξηση του ΑΕΠ θα αύξανε τα φορολογικά έσοδα και θα κάλυπτε τα ελλείμματα. Δεν προβλέπεται, όμως, ρυθμός ανάπτυξης εφόσον η οικονομία είναι στεγνή από ρευστότητα, τα εισοδήματα μειώνονται και οι φόροι δρουν αντιαναπτυξιακά.

Με λίγα λόγια, οι φόροι διαλύουν την οικονομία και οδηγούν στη φοροδιαφυγή. Ολοι προτιμούν τις συναλλαγές με μετρητά όταν και όσο μπορούν για να αποφύγουν τον αυξημένο φόρο. Και από τη στιγμή που είναι δυνατόν ακόμη και σήμερα να σηκώνει κανείς από την τράπεζα 1.680 ευρώ κάθε μήνα, ή 3.360 ευρώ το ζευγάρι, οι συναλλαγές με μετρητά βασιλεύουν. Διότι σε μια κατανάλωση 1.000 ευρώ μηνιαίως η αποφυγή του ΦΠΑ αυξάνει το εισόδημα κατά 240 ευρώ (με τον συντελεστή 24%), ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο, ιδιαίτερα αν το υπολογίσουμε στο σύνολο των μετρητών των 3.360 ευρώ του ζευγαριού, οπότε φθάνει στα 806 ευρώ τον μήνα.

Ο συνδυασμός αυτών των συνθηκών, δηλαδή της υπερβολικής φορολόγησης και της δυνατότητας άντλησης μετρητών πολύ περισσότερων από το ύψος του μέσου μηνιαίου μισθού, εξασφαλίζει στη φοροδιαφυγή συνθήκες ιδανικές για να γιγαντωθεί. Θεωρητικά, λοιπόν, ένας ακόμη αυστηρότερος περιορισμός των μετρητών θα περιόριζε τη φοροδιαφυγή, αλλά στην πράξη θα νέκρωνε τελείως την οικονομία, αφού θα περιόριζε τις συναλλαγές και την κατανάλωση στα απολύτως αναγκαία. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή – και αυτό διότι οι πολιτικοί αρνούνται πεισματικά να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις περιορισμού της δημόσιας σπατάλης, όπως το κλείσιμο των άχρηστων οργανισμών του Δημοσίου και των υπερβολικών προνομίων ορισμένων, των βουλευτών συμπεριλαμβανομένων.

Εν πάση περιπτώσει, αν τελικά καταφέρουμε και πάρουμε μια θετική αξιολόγηση τον Μάιο, ίσως δούμε κάποιες θετικές επιδράσεις από την αύξηση της ρευστότητας και ίσως οι τράπεζες καταφέρουν να αρχίσουν ξανά μια στοιχειώδη χρηματοδότηση της οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση αυτά τα θετικά δεν θα αντισταθμίσουν τη μείωση του εισοδήματος από τους φόρους, ούτε θα επιφέρουν κάποια εντυπωσιακή αλλαγή του οικονομικού κλίματος ή αύξηση των επενδύσεων. Η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα διώκεται αυστηρά εφόσον το μοντέλο ενός ολοένα αυξανόμενου κρατισμού επικρατεί εις βάρος όλων. Και όσο διώκεται η επιχειρηματικότητα, ούτε επενδύσεις γίνονται, ούτε η ανεργία περιορίζεται.
Και όσο και αν πανηγυρίζει η κυβέρνηση για τις δήθεν νίκες της στις διαπραγματεύσεις με τους ξένους, τελικά οι νίκες αυτές γυρίζουν μπούμερανγκ εις βάρος της οικονομίας και των πολιτών. Χωρίς θαρραλέες μεταρρυθμίσεις που θα έχουν στόχο και αποτέλεσμα τον περιορισμό του μεγέθους και της συμμετοχής του κράτους στην οικονομία, άσπρη μέρα δεν πρόκειται να δούμε. Οσοι δηλαδή δεν φοροδιαφεύγουν. Διότι οι φοροφυγάδες, ούτως ή άλλως, φόρους δεν πληρώνουν και ούτε θα πληρώσουν.