Τους επόμενους μήνες θα διαβούμε ένα ακόμη επίπεδο – προς τα κάτω φυσικά. Κι αυτό διότι ένας θανατηφόρος συνδυασμός φόρων, ύφεσης, τραπεζικών παρεμβάσεων και απόλυτης έλλειψης ρευστότητας θα προκαλέσει εκμηδενισμό του διαθέσιμου εισοδήματος και νέα απότομη αύξηση της ανεργίας.

Οπως επισημαίνει η Eurobank στην τελευταία έκθεσή της, η οικονομία συρρικνώνεται με ρυθμό 1,7% του ΑΕΠ, η κατανάλωση λιανικών ειδών μειώνεται με ρυθμό 6,4%, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 7,3% και ο δείκτης προμηθειών της βιομηχανίας μειώθηκε κάτω από το όριο «άνθησης/συρρίκνωσης», που είναι οι 50 μονάδες, σε 48,7 μονάδες τον Ιούλιο από 50,4 τον Ιούνιο. Η ανεργία δείχνει να «τσιμπάει» ελαφρώς, ενώ αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά από τον Οκτώβριο εξαιτίας των τραπεζικών παρεμβάσεων στις επιχειρήσεις με τα κόκκινα δάνεια. Η PwC (διεθνής οίκος με πολύ ισχυρή εγχώρια παρουσία) προβλέπει ότι 70.000 εργαζόμενοι θα μείνουν στον δρόμο από το κλείσιμο επιχειρήσεων με κόκκινα δάνεια, ενώ άλλες 243.000 θα κινδυνεύσουν, καθώς οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται θα αναγκαστούν από τις τράπεζες να πάρουν μέτρα εξυγίανσης (περικοπές με λίγα λόγια).

Ολα αυτά, σε συνδυασμό με τη μείωση των συντάξεων και των αμοιβών, θα περιορίσουν ακόμη περισσότερο το εισόδημα, ενώ οι φόροι που στραγγίζουν τις τσέπες όλων εξαφανίζουν το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα. Δεδομένου ότι οι λιανικές πωλήσεις είναι το 70% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, είναι προφανές ότι η οικονομική δραστηριότητα θα συρρικνωθεί σημαντικά τους επόμενους μήνες από τη μείωση της κατανάλωσης και μόνο.

Την ίδια στιγμή, οι ασυνάρτητες παρεμβάσεις πολλών υπουργείων, όπως αυτή του Πολιτισμού στο θέμα του Ελληνικού το οποίο θέλει να κηρύξει αρχαιολογικό χώρο, οι δηλώσεις κατά των αποκρατικοποιήσεων, ακόμη και όσων έχουν ήδη γίνει ή έχουν δρομολογηθεί, οι διώξεις επιχειρηματιών, η ανυπαρξία οποιουδήποτε σχεδίου ανάπτυξης, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας για την οικονομία. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν όλα αυτά θα μεταφραστούν σε κοινωνική δυσαρέσκεια και ποια μορφή θα πάρει αυτή.

Μέχρι στιγμής, το μόνο κομμάτι της κοινωνίας που δείχνει να αντιδρά είναι διάφορες αναρχοαυτόνομες οργανώσεις (κι αυτές σχετικά ήπια) οι οποίες απολαμβάνουν την ανοχή της κυβέρνησης, αν όχι την υποστήριξη αρκετών μελών της. Η κοινωνία, ακόμη και αν δεν έχει «συνηθίσει» στα διαρκώς μειούμενα επίπεδα διαβίωσης, πάντως παραμένει βουβή, αδυνατώντας να αντιδράσει μέχρι στιγμής. Ισως η αντίδρασή της φανεί στις εκλογές – όταν αυτές γίνουν. Και ίσως να μην αργήσουν, αφού όλοι οι πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η κυβέρνηση έχει ήδη ξεκινήσει ένα προεκλογικό επικοινωνιακό παιχνίδι με δηλώσεις, επαναφορά του θέματος της διαπραγμάτευσης για το χρέος, προσπάθεια εύρεσης συμμάχων σε κοινοβουλευτικό επίπεδο και άλλα «μικροπολιτικά».

Η διενέργεια εκλογών, λοιπόν, είναι πιθανή το φθινόπωρο, αλλά όχι βέβαιη. Αυτό που είναι βέβαιο είναι η συνέχιση της ύφεσης και η φτωχοποίηση και άλλων ομάδων του πληθυσμού. Οπως είναι βέβαιο ότι ολοένα περισσότεροι πολίτες θα ενοχοποιούνται από την Εφορία ως φοροφυγάδες ακόμη και αν βρίσκονται απλώς σε αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεών τους. Βέβαιο είναι, επίσης, ότι τα ασφαλιστικά ταμεία θα βρεθούν ξανά σε μεγάλες δυσκολίες για την καταβολή των συντάξεων, ενώ είναι πολύ πιθανό, εξαιτίας της μη επίτευξης των στόχων για τα φορολογικά έσοδα, το Δημόσιο αργά ή γρήγορα να βρεθεί σε δύσκολη θέση για να πληρώσει τους μισθούς και τις συντάξεις. Σε μια προσπάθεια να μην εφαρμοστεί ο κόφτης των δαπανών, η κυβέρνηση παρεμβαίνει από τώρα μειώνοντας επιλεκτικά εισοδήματα και συντάξεις με διάφορα προσχήματα.

Είναι γνωστό από χρόνια, αλλά γίνεται απολύτως προφανές σήμερα, ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί πλέον να στηρίζεται στον δημόσιο τομέα και ότι όποια προκοπή μπορεί να δούμε εξαρτάται από τον ιδιωτικό. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στους εκτός οικονομίας τομείς, όπως στην Παιδεία και στην Υγεία, αφού η κυβερνητική λογική της ισοπέδωσης όλων προς τα κάτω, ο διωγμός της αριστείας, η συγκάλυψη όλων των αδυναμιών του δημόσιου τομέα προοιωνίζονται χειροτέρευση των δημόσιων υπηρεσιών και ανάγκη κάλυψης του κενού που αφήνουν από τον ιδιωτικό τομέα.

Δυστυχώς όμως αυτό, δηλαδή η υποκατάσταση δημόσιων υπηρεσιών από ιδιωτικές επιχειρήσεις, δεν είναι λύση. Και δεν είναι λύση διότι δεν έχουν όλοι οι πολίτες τη δυνατότητα -αντίθετα μάλιστα, ελάχιστοι την έχουν- να πληρώνουν για τις υπηρεσίες που παραδοσιακά πρέπει να παρέχει το κράτος σε όλους. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα δούμε έναν πρωτοφανή για την Ελλάδα και για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα διαχωρισμό των πολιτών σε πλούσιους και φτωχούς, όπου οι μεν θα απολαμβάνουν ακριβές ιδιωτικές υπηρεσίες Παιδείας, Υγείας, Αστυνόμευσης, Μεταφορών κ.λπ., ενώ οι δε θα στερούνται ουσιαστικά αυτές τις υπηρεσίες περιοριζόμενοι σε στοιχειώδεις «δωρεάν» παροχές, τις οποίες είτε έχουν είτε όχι είναι το ίδιο. Δυστυχώς το ελληνικό κράτος κατέληξε να μην μπορεί να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες πολύ μεγάλου μέρους των πολιτών του και τους έχει εγκαταλείψει στην τύχη τους, την οποία μάλιστα φροντίζει διαρκώς να χειροτερεύει, ενώ προστατεύει μια κομματική και δημοσιοϋπαλληλική νομενκλατούρα. Η κατάσταση μοιάζει με τη «Φάρμα των ζώων» του Οργουελ, όπου θεωρητικά όλα τα ζώα ήταν ίσα, αλλά μερικά ήταν πιο ίσα από τα άλλα.

Αυτό που χρειάζεται σήμερα -και έπρεπε να έχει γίνει εδώ και δεκαετίες- είναι η επανίδρυση του κράτους. Η επανίδρυση του κράτους όχι όπως την εννοούσε ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος είχε χρησιμοποιήσει τον όρο προεκλογικά ως πυροτέχνημα για να εκλεγεί και τελικά συνέβαλε καθοριστικά στη διάλυσή του, αλλά μια πραγματική επανίδρυση του κράτους που θα βελτιώσει τις δημόσιες υπηρεσίες, θα διευκολύνει την ανάπτυξη μέσω ιδιωτικών επενδύσεων και θα φέρει τους δημόσιους υπαλλήλους αρωγούς στην επιχειρηματικότητα και στον πολίτη αντί να είναι όπως σήμερα διώκτες και αντίπαλοι.

Μαγικές λύσεις για την οικονομία δεν υπάρχουν – κι αυτό πρέπει να το έχουν πλέον αντιληφθεί όλοι οι Ελληνες. Η λύση για την οικονομία περνάει από την εκ βάθρων αναδιοργάνωση του κράτους με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητάς του και τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του με τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Μόνο όταν το κράτος σταματήσει να είναι εμπόδιο θα πάρουμε μια ανάσα και μόνο όταν γίνει συμπαραστάτης του ιδιωτικού τομέα θα μπορούμε να ελπίζουμε σε μια ουσιαστική αλλαγή των προοπτικών της χώρας.

Από αυτό όμως απέχουμε πάρα πολύ και δεν θα πετύχουμε ποτέ αν δεν υπάρξει διαχωρισμός κράτους και κομμάτων. Αυτός είναι πολύ σημαντικότερος από τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας που έχουμε συνηθίσει να ζητάμε – που και αυτός είναι απαραίτητος.

Ο διαχωρισμός κράτους και κομμάτων, ουσιαστικά δημόσιας διοίκησης και κυβέρνησης, είναι προϋπόθεση για να αλλάξει η χώρα, αλλά δεν εντάσσεται καθόλου στη λογική του πολιτικού μας κόσμου. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει, να θεωρούν δηλαδή οι εκάστοτε κυβερνήσεις τσιφλίκι τους τον δημόσιο τομέα και ο τελευταίος να θεωρεί ότι είναι υπόλογος μόνο απέναντι στον εκάστοτε υπουργό και στην κυβέρνηση και όχι στους πολίτες. Εχουμε παρεξηγήσει δε τόσο πολύ τους ρόλους που αυτό φαίνεται αυτονόητο και λογικό σε όλους μας, ενώ είναι εντελώς παράδοξο, ανήθικο και αντιδημοκρατικό. Οπως είναι παράδοξο η «αριστερή» κυβέρνηση που έχουμε να μην επιδιώκει τη βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών αλλά να τις οδηγεί σε κατάρρευση δήθεν προστατεύοντάς τες, ενώ αυτό που τελικά πετυχαίνει είναι να απαξιώνονται στα μάτια του πολίτη και να τον αναγκάζουν να αναζητήσει υπηρεσίες/λύσεις στα προβλήματά του εκτός Δημοσίου. Παρόλο που είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο να γράφει κανείς σαν τον Νοστράδαμο μόνο δυσάρεστες «προφητείες» (όπως επισημαίνουν κάποιοι αναγνώστες που μου ζητούν να γράψω κάτι «δροσερό» και αισιόδοξο), είναι δυστυχώς αναπόφευκτο. Δεν είναι δυνατόν να διακρίνει σήμερα κανείς κάποια ευχάριστη και αισιόδοξη προοπτική – εκτός αν κάποιος θεωρεί ευχάριστη την οργουελική προοπτική, δηλαδή να συνηθίσουν κάποια ζώα στην ιδέα ότι θα είναι λιγότερο ίσα από τα άλλα, ώστε να μην εκραγεί η φάρμα των ζώων που λέγεται «Ελλάδα».