Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι η αύξηση του εισοδήματος ή, ακόμη καλύτερα, η αύξηση της εγχώριας ρευστότητας μεταφράζεται αυτομάτως σε ταχεία αύξηση των εισαγωγών και σε διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.

Αυτό σημαίνει ότι αντί να έρχονται λεφτά στη χώρα, φεύγουν. Φεύγουν περισσότερα απ’ όσα έρχονται. Και αυτό είναι πάρα πολύ ανησυχητικό διότι εδώ πρέπει να αυξηθεί το χρήμα που κυκλοφορεί και όχι να μειωθεί. Αν η οικονομική ανάπτυξη μεταφράζεται αυτομάτως σε αύξηση των εισαγωγών και του εξωτερικού ελλείμματος, η χώρα έχει δυσοίωνες προοπτικές. Ο δείκτης αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός, παρά το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιείται συχνά στις συζητήσεις περί οικονομίας. Εκτός του ότι προοιωνίζεται έλλειψη χρήματος, δείχνει και ότι η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων είναι χαμηλή έναντι των ξένων. Θυμίζω απλώς ότι τα «δίδυμα ελλείμματα» είναι αυτά που βύθισαν τη χώρα επί Κώστα Καραμανλή και το ένα από αυτά είναι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Δυστυχώς, απλή και άμεση λύση δεν υπάρχει γι’ αυτό το πρόβλημα. Η μοναδική που υπάρχει είναι να αυξηθεί η ελληνική παραγωγή για να μην έχουμε ανάγκη εισαγωγών για την κάλυψη των αναγκών μας, το να είναι τα ελληνικά προϊόντα εφάμιλλα σε ποιότητα και τιμή με τα ξένα και αν είναι δυνατόν καλύτερα και φθηνότερα και να αυξηθούν οι εξαγωγές τόσο ώστε να ξεπεράσουν σε αξία τις εισαγωγές ή τουλάχιστον να μειώσουν τη διαφορά, δηλαδή το έλλειμμα. Αλλες πηγές εσόδων από το εξωτερικό, όπως ο τουρισμός ή οι υπηρεσίες, φέρνουν μεν λεφτά στη χώρα, αλλά δεν αρκούν για να καλυφθούν όλες οι ανάγκες.

Αυτό το πρόβλημα έρχεται να λύσει ο αναπτυξιακός νόμος, χωρίς όμως να επιτρέπει μεγάλες προσδοκίες. Γιατί ακόμη και αν εφαρμοστεί πλήρως και άμεσα και με επιτυχία ο νέος νόμος, η επίπτωσή του θα είναι 0,5% τον χρόνο στο ΑΕΠ, 0,37% στην απασχόληση και 0,69% στις ιδιωτικές επενδύσεις, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τραπέζης της Ελλάδος. Αυτά, όμως, δεν αρκούν για να διορθώσουν το πρόβλημα.

Από την άλλη μεριά, υπάρχουν θετικές εξελίξεις, όπως είναι η αύξηση των καταθέσεων, ο υπερδιπλασιασμός των ιδιωτικών επενδύσεων στο 10,7% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση και η αύξηση των χρηματοδοτήσεων των επιχειρήσεων – δυστυχώς μόνο των πολύ μεγάλων, που στην πραγματικότητα δεν πάσχουν από έλλειψη χρηματοδότησης. Η βιομηχανική παραγωγή αυξάνεται με πολύ χαμηλό ρυθμό, 0,8% του ΑΕΠ στο εννεάμηνο του 2019 έναντι 1,4% το ίδιο διάστημα του 2018 ακολουθώντας την πτωτική ευρωπαϊκή τάση.

Ολα αυτά επισημαίνονται στις ομιλίες του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, αλλά οι επισημάνσεις του δεν αρκούν. Η κυβέρνηση οφείλει να λάβει υπόψη της αυτές τις παρατηρήσεις και να πάρει μέτρα για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα. Τα μέτρα που έχει πάρει ως τώρα δεν αρκούν και δεν είναι εύκολο να της υποδειχθούν άλλα συγκεκριμένα μέτρα. Αυτό που είναι, πάντως, σαφέστατο είναι ότι για να επιταχυνθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας χωρίς να δημιουργούνται μεγάλες παρενέργειες, πρέπει να αυξηθούν ταχύτατα οι παραγωγικές επενδύσεις. Και αυτό δεν συμβαίνει διότι επί δέκα χρόνια οι επενδύσεις είχαν εκμηδενιστεί, συνεπώς δεν υπάρχει συνέχιση μιας προηγούμενης πορείας και παράλληλα δεν υπάρχει τραπεζική χρηματοδότηση. Η τραπεζική χρηματοδότηση των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων είναι αυτή που καταρχήν θα επιφέρει πολλαπλασιαστικά οφέλη στην οικονομία. Δυστυχώς οι τράπεζες δεν είναι σε θέση να την προσφέρουν.

Χρηματοδοτούν -παρακαλώντας τις να δεχτούν δάνεια- τις μεγάλες επιχειρήσεις και, κυρίως, όσες δεν χρειάζονται να πάρουν δάνεια. Το κάνουν αυτό επειδή αφενός φοβούνται ότι θα χάσουν λεφτά αν δανείσουν μικρότερες και χωρίς πολλές καλύψεις επιχειρήσεις και αφετέρου διότι νιώθουν ανασφάλεια επειδή κατηγορούνται για τις άστοχες χρηματοδοτήσεις του παρελθόντος. Και επειδή φυσικά δεν έχουν καταφέρει επί μία δεκαετία να λύσουν το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, το οποίο ακόμη κουβαλάνε στους ισολογισμούς τους και θα συνεχίσουν να το κουβαλάνε για πολύ καιρό. Και σε αυτό το σημείο ο Στουρνάρας έχει επισημάνει ότι ακόμη και αν εφαρμοστεί το σχέδιο «Ηρακλής» της κυβέρνησης για τα κόκκινα δάνεια, αφορά μόνο το 40% των δανείων αυτών και μετά θα πρέπει να βρεθεί λύση και για το υπόλοιπο 60%.

Για να χρηματοδοτηθεί η οικονομία -και όταν λέμε οικονομία εννοούμε ασφαλώς τον ιδιωτικό τομέα που παράγει ανάπτυξη- πρέπει να διευκολυνθούν οι ρυθμίσεις και οι αναδιαρθρώσεις δανείων ώστε να βελτιωθεί η φερεγγυότητα και η ρευστότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Κατά τα άλλα, η προσπάθεια της κυβέρνησης πρέπει να επικεντρωθεί στο πώς θα επιταχύνει τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις ώστε να βελτιωθεί η θέση της χώρας στους δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας και στους δείκτες ανταγωνιστικότητας των οικονομιών που καταρτίζουν διάφοροι διεθνείς οργανισμοί. Μόνο μέσω αυτή τη βελτίωσης της θέσης μας στις διεθνείς λίστες αξιολόγησης και κατάταξης των χωρών θα υπάρξουν θετικότερες προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Οπερ μεθερμηνευόμενον, ραγδαία μείωση της γραφειοκρατίας και του κόστους που προκαλεί στους πολίτες και τις επιχειρήσεις και απελευθέρωση του ιδιωτικού τομέα από το Δημόσιο για να αναπτυχθεί και να φέρει ανάπτυξη στη χώρα.