Οι ομόφωνες αποφάσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, που ανοίγουν τον δρόμο για να ξεκινήσει το έργο του Ελληνικού, έχουν ευρύτερη σημασία για το σύνολο των επενδύσεων στη χώρα.

Πέραν των υψηλών φόρων και των ακριβών ασφαλιστικών εισφορών, δύο από τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετώπιζαν όλες οι επενδύσεις στην Ελλάδα -μικρές και μεγάλες- ήταν το ΚΑΣ και το Συμβούλιο Επικρατείας. Οι μεν αρχαιολόγοι στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν τις αρχαιότητες, οι δε δικαστές στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν το περιβάλλον, επέβαλαν ανυπέρβλητες δυσκολίες ή και σταμάταγαν οριστικά πλήθος επενδύσεων επί δεκαετίες. Ας θυμηθούμε ότι ο Κώστας Σημίτης για να γίνουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες χρειάστηκε να περάσει από τη Βουλή ειδικό νόμο για να αντιμετωπιστούν αυτά ακριβώς τα εμπόδια που έβαζαν αρχαιολόγοι και δικαστές.

Ηταν όμως οι αρχαιολόγοι και οι δικαστές παράλογοι όταν γνωμοδοτούσαν αρνητικά για τις επενδύσεις; Οχι, απλώς δεν υπήρχε η δυνατότητα ούτε ελέγχου, ούτε αποδοχής «λογικών λύσεων» ώστε να προχωρήσουν οι επενδύσεις. Η έλλειψη δυνατοτήτων ελέγχου, η φοβερή γραφειοκρατία, η πολυνομία και τα αδιέξοδα που δημιουργούσε πάντα η ελληνική γραφειοκρατία δεν επέτρεπαν ούτε στους ίδιους τους προστάτες των αρχαιοτήτων και του περιβάλλοντος να δράσουν λογικά. Και πάνω από αυτά ήταν η λογική του κρατισμού που επικρατεί στη χώρα και οι πολιτικές ιδεοληψίες οι οποίες ορίζουν ότι δεν πρέπει να γίνει τίποτα ιδιωτικό, όλα πρέπει να ανήκουν στο Δημόσιο και να ελέγχονται από τον κρατικό μηχανισμό. Αποτέλεσμα ήταν όλες οι επενδύσεις να κολλάνε σε αυτούς τους δυο θεσμούς, αλλά και γενικότερα σε ένα πλέγμα γραφειοκρατικών εμποδίων.

Αυτό που συνέβη και άλλαξαν στάση οι αρχαιολόγοι στο ζήτημα του Ελληνικού είναι ότι άλλαξαν τα πρόσωπα. Εφυγαν εκείνοι που εμπόδιζαν το έργο για λόγους ιδεολογικούς και ανέλαβαν άλλοι που έχουν νέα αντίληψη. Αποτέλεσμα ήταν να ληφθούν ομόφωνα (και όχι από μειοψηφία ή πλειοψηφία) αποφάσεις που ξεμπλοκάρουν το έργο. Η νέα αντίληψη που εμφανίζει το ΚΑΣ είναι ότι μπορεί να συνυπάρξουν οι αρχαίες πόλεις με τις σύγχρονες και να βρεθούν λύσεις για κάθε περίπτωση.

Η παλιά αντίληψη, η οποία επιβαλλόταν από μια ιδεοληπτική αριστερή μειοψηφία, ήταν ότι κακώς γίνονται ιδιωτικές επενδύσεις, όλα πρέπει να ανήκουν στο κράτος, συνεπώς ας κηρυχτεί αρχαιολογικός χώρος ολόκληρο το Ελληνικό και ας μείνει εκεί ανεκμετάλλευτο αρκεί να ανήκει στο κράτος. Η ανάπτυξη της οικονομίας, οι θέσεις εργασίας και τα εισοδήματα ουδόλως απασχολούσαν το προηγούμενο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Προφανώς τώρα η κυρία Λίνα Μενδώνη πέτυχε μια καλύτερη συνεννόηση μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και της διοίκησης του ΚΑΣ, ίσως και οι αρχαιολόγοι συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορεί να εμποδιστεί μια τόσο μεγάλη επένδυση που θα δώσει δουλειές και εισοδήματα και θα αλλάξει τον χάρτη της Αθήνας.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η απόφασή τους που ξεμπλοκάρει το έργο του Ελληνικού πρέπει να αποτελέσει τη βάση για να εξετάζονται πιο λογικά όλες οι επενδύσεις.

Επιμένω στη λέξη «λογικά» διότι αν διαβάσει κανείς τις αποφάσεις του ΚΑΣ που ξεμπλοκάρουν το έργο, δεν θα εκπλαγεί, αλλά αντίθετα θα τις βρει λογικές. Λέει, π.χ., η απόφαση ότι στην αρχαιολογική υπηρεσία θα φτάνουν μόνο οι παρεμβάσεις που γίνονται μέσα σε αρχαιολογικούς χώρους και όχι εκτός αυτών. Αυτό είναι λογικό. Γιατί να χρειάζεται έγκριση από το ΚΑΣ για κτιριακές παρεμβάσεις που βρίσκονται εκτός αρχαιολογικών χώρων; Γιατί να χρειάζεται έγκριση για κάθε κτίριο μέσα στο Ελληνικό αν δεν βρίσκεται εντός αρχαιολογικού χώρου; Η απάντηση ορισμένων θα είναι: Τι θα συμβεί αν βρεθεί κι άλλος αρχαιολογικός χώρος εκτός αυτών που σήμερα έχουν οριστεί ως αρχαιολογικοί; Δεν θα πρέπει το ΚΑΣ να εγκρίνει; Ασφαλώς και θα πρέπει. Και για αυτό βρέθηκε, όμως, «λογική» λύση. Λέει η απόφαση ότι για τέτοιες περιπτώσεις θα ισχύουν οι υπάρχουσες σήμερα διατάξεις και νόμοι. Τι πιο λογικό από αυτό;

Πού κολλάγαμε λοιπόν; Στη νοοτροπία. Επειδή μπορεί να βρεθεί κάτι, ας μη γίνει τίποτα. Ενώ υπάρχουν νόμοι που προβλέπουν τον χειρισμό τέτοιων υποθέσεων, οι αρχαιολόγοι -ίσως από φόβο- εμπόδιζαν ολόκληρο το έργο. Και δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και θέμα χρημάτων. Οι αρχαιολόγοι είναι υποχρεωμένοι να κάνουν ανασκαφές όταν βρίσκεται κάτι για να δουν τι άλλο υπάρχει. Οι ανασκαφές σε πολλές περιπτώσεις κρατάνε χρόνια ελλείψει εργατών και χρημάτων.

Οταν όμως υπάρχει τόσο μεγάλη επένδυση, ο ιδιώτης επενδυτής μπορεί να πληρώσει τα εργατικά χέρια που με την επίβλεψη της αρχαιολογικής υπηρεσίας θα ολοκληρώσουν γρήγορα την ανασκαφή ώστε να προχωρήσει το έργο. Και εφόσον βρεθούν σημαντικής αξίας αρχαία, θα αντιμετωπιστούν όπως πρέπει είτε με μεταφορά σε μουσεία, είτε με αλλαγή της θέσης των νέων κτιρίων, ώστε τα αρχαία μνημεία να αποκαλυφθούν και να γίνουν προσβάσιμα. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τι θα συμβεί αν βρεθεί ένας αρχαίος ναός σημαντικής αξίας μέσα στον χώρο του Ελληνικού. Τώρα θα συμβεί το λογικό. Θα αποκαλυφθεί ο ναός, θα αναστηλωθεί, θα αναγκαστεί ο επενδυτής να χτίσει το κτίριο 20-30 μέτρα μακρύτερα και θα έχει όφελος και η χώρα από την αποκάλυψη του αρχαίου ναού και ο επενδυτής ο οποίος θα έχει έναν σημαντικό επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο μέσα στον χώρο του έργου του και θα προσελκύει περισσότερους επισκέπτες. Με την παλιά νοοτροπία των «φυλάκων της αρχαιότητας» η αρχαιότητα παρέμενε θαμμένη και η οικονομία υπέφερε.

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα είναι ολόκληρη ένας αρχαιολογικός χώρος. Εχει, επίσης, πολύ όμορφη φύση. Και τα αρχαία και η φύση πρέπει λοιπόν να προστατευτούν κατά το δυνατόν. Ωστόσο, δεν πρέπει αυτό να εμποδίσει τη ζωή του σύγχρονου Ελληνα. Ο,τι ισχύει εδώ, ισχύει και στην Ιταλία και σε άλλες χώρες, οι οποίες όμως βρίσκουν λύσεις. Δεν τα θάβουν όλα κάτω από τόνους χώμα, τα οριοθετούν, τα προστατεύουν, τα αναδεικνύουν και τα ενσωματώνουν στη σύγχρονη πόλη. Και αυτή είναι η ομορφιά μιας πόλης, να βλέπεις την Ιστορία της σε στρώματα, να βλέπεις την εξέλιξη του πολιτισμού της. Να συνδυάσεις τη φύση με το αστικό περιβάλλον και την ανάπτυξη.

Οπως λοιπόν αλλάζουν στάση οι αρχαιολόγοι, έτσι πρέπει να αντιμετωπίζουν τα θέματα και οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και όλες οι δημόσιες υπηρεσίες. Η γραφειοκρατία, η οποία κατά κανόνα εξυπηρετεί στενά συντεχνιακά και πολιτικά συμφέροντα, πρέπει να ελεγχθεί και να συνεργαστεί με την κοινωνία για την πρόοδο και την ανάπτυξη. Και η κοινωνία πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτή τη λογική και να απελευθερωθεί από ιδεοληψίες. Για παράδειγμα, πολλές φορές οι τοπικές κοινωνίες αντιδρούν χωρίς εμφανή λόγο σε επενδύσεις. Να μη χτιστεί το ένα, να μη γίνει το άλλο, η αντίδραση εκδηλώνεται σαν πυρκαγιά και εμποδίζει τα πάντα.

Γιατί; Χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Επειδή οι τοπικές κοινωνίες, οι συντεχνίες, οι ομάδες κατευθύνονται από πολιτικά συμφέροντα. Και τα πολιτικά συμφέροντα, όπως και τα συντεχνιακά, δρουν μόνο προς το δικό τους όφελος και όχι υπέρ της κοινωνίας. Το να αντιδρά λοιπόν κάποιος σε όλα χωρίς να εξετάζει τι εξυπηρετεί με την αντίδρασή του μπορεί να του δίνει την ψευδαίσθηση ότι είναι «επαναστάτης» ή «εναλλακτικός», αλλά τελικά τον καθιστά θύμα κάποιων πολύ οργανωμένων πολιτικών συμφερόντων. Και δεν αντιλαμβάνεται ότι οι περισσότερες επενδύσεις ωφελούν το σύνολο της κοινωνίας και ακόμη περισσότερο την περιοχή και τους κατοίκους της, συνεπώς και τον ίδιο.

Το ζητούμενο λοιπόν σήμερα είναι η αλλαγή νοοτροπίας, η απαλλαγή από ιδεοληψίες και από πολιτικές ομάδες που λειτουργούν δολίως εκμεταλλευόμενες την τάση των πολιτών για αντίδραση και στρέφοντάς τους εναντίον των δικών τους συμφερόντων, δηλαδή του εαυτού τους.