Μια καραμπινάτη στρέβλωση προκαλείται από τη διάταξη περί συνυπευθυνότητας των διευθυντών μιας εταιρείας για τα χρέη της προς την Εφορία. Η λογική του νόμου είναι ότι ο διευθύνων την εταιρεία ευθύνεται να εξασφαλίσει την εξόφληση αυτών των χρεών. Και αυτό είναι σωστό. Ωστόσο, με νόμο της κυβέρνησης Σαμαρά -τον οποίο αξίωσε και πέτυχε η τρόικα- ο διευθύνων την εταιρεία θα πρέπει να εξοφλήσει ο ίδιος τα χρέη της για να πάρει φορολογική ενημερότητα για πώληση ιδιωτικού ακινήτου του. Δηλαδή στην περίπτωση που ο διευθύνων μια εταιρεία θέλει να πουλήσει το σπίτι του δεν μπορεί να πάρει φορολογική ενημερότητα για την πώληση αν η εταιρεία δεν εξοφλήσει το σύνολο των χρεών της προς την Εφορία. Αν τελικά αποφασίσει να το πουλήσει, το συνολικό ποσό των χρεών της εταιρείας παρακρατείται από το τίμημα – το κρατάει ο συμβολαιογράφος και το αποδίδει. Αυτό ισχύει ακόμη και για τα ρυθμισμένα χρέη της εταιρείας που πληρώνονται κανονικά και όχι μόνο για τα ληξιπρόθεσμα.

Η διάταξη αυτή είναι εντελώς παράλογη. Καταρχάς, καταργεί την έννοια της Ανωνύμου Εταιρείας εμπλέκοντας τα οικονομικά της με τα οικονομικά των διευθυντών της ακόμη κι αν δεν είναι καν μέτοχοι, αλλά στελέχη. Δεύτερον, εισπράττει από έναν εργαζόμενο το χρέος μιας εταιρείας, και ένας Θεός ξέρει με ποιον τρόπο ο εργαζόμενος θα μπορέσει να πάρει πίσω τα λεφτά του… Τρίτον, καταργεί την έννοια του ρυθμισμένου χρέους που πληρώνεται κανονικά και το εξομοιώνει με το ληξιπρόθεσμο. Τέταρτον, εμποδίζει μια συναλλαγή για χρέη τρίτων (της εταιρείας εν προκειμένω) για τα οποία δεν ευθύνονται οι συναλλασσόμενοι. Πέμπτον, επειδή συνήθως οι διευθυντές δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος των φορολογικών χρεών μιας επιχείρησης, έστω και μικρής, δεν γίνεται να πραγματοποιήσουν μια δική τους συναλλαγή, την οποία πολλές φορές έχουν ανάγκη να εκτελέσουν, όπως η πώληση του σπιτιού τους.

Σε περίπτωση δε που ο διευθύνων την επιχείρηση δεν θέλει να πουλήσει το σπίτι του, αλλά απλώς θέλει να το μεταβιβάσει με γονική παροχή στο παιδί του, πάλι καλείται να πληρώσει το σύνολο των φορολογικών χρεών της εταιρείας στην οποία εργάζεται, παρόλο που δεν εισπράττει τίμημα από την πώληση. Αν τύχει και ο διευθυντής έχει και ένα άλλο ακίνητο του οποίου η αξία υπερκαλύπτει τα χρέη της εταιρείας -κάτι πολύ δύσκολο για μεγάλες εταιρείες-, οφείλει τότε να παρακαλέσει τον έφορο (είναι στη διακριτική του ευχέρεια – αν είναι δυνατόν!) να του επιτρέψει τη γονική παροχή δίνοντάς του φορολογική ενημερότητα. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ο έφορος του ζητάει να προσημειωθεί το άλλο ακίνητό του ώστε να είναι η Εφορία εξασφαλισμένη, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη κι αν παραιτηθεί ο διευθύνων ή απολυθεί το ακίνητό του θα είναι προσημειωμένο από την Εφορία για τα χρέη της εταιρείας.

Η δικαιολογία της εξωφρενικής αυτής και ανεπίτρεπτης διάταξης είναι ότι η Εφορία πρέπει να εξασφαλιστεί για το χρέος της εταιρείας και το κάνει δεσμεύοντας την περιουσία του διευθυντή.

Τι νόημα έχει υπό αυτές τις συνθήκες η έννοια της Ανωνύμου Εταιρείας, τι νόημα έχει η ρύθμιση των χρεών της εταιρείας προς την Εφορία και η πληρωμή τους σε δόσεις, ποιον λόγο έχει κάποιος ικανός μάνατζερ να αναλάβει τη διεύθυνση μιας επιχείρησης αν δεσμεύεται με τόσο βαριές προσωπικές «ποινές»;
Είναι φως φανάρι ότι οι ρυθμίσεις που ανακοίνωσε ο υπουργός Οικονομικών προχθές, και οι οποίες αναμφίβολα δίνουν ανάσα ρευστότητας σε όλες τις επιχειρήσεις που πλήττονται από τα απόνερα της δεκαετούς κρίσης και τις επιπτώσεις του κορωνοϊού, δημιουργούν παράλληλα αξεπέραστα προβλήματα σε στρατιές διευθυντών, οι οποίοι, χωρίς ίσως να το έχουν αντιληφθεί, προσπαθούν να διαχειριστούν τη ρευστότητα της εταιρείας στην οποία εργάζονται επιβαρύνοντας τελικά τη δική τους οικονομική θέση.