Αν δεν τα καταφέρει, θα έχει έναν ακόμη λόγο να διαλυθεί μελλοντικά. Οι τελευταίες εξελίξεις στο Eurogroup αυτές τις ημέρες αποδεικνύουν ότι το πρόβλημα είναι βαθύ και δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να αντιμετωπιστεί με ομόφωνες αποφάσεις.

Οι διαμάχες που εκδηλώνονται στο Εurogroup μεταξύ των αντιπροσώπων των ευρωπαϊκών χωρών, η απουσία γρήγορων και θαρραλέων αποφάσεων, το συνεχές και σκληρό παζάρι μεταξύ Βορρά και Νότου, οι διαφορετικές προσεγγίσεις απέναντι στα κοινά προβλήματα δεν είναι καλός οιωνός για το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης. Πολλοί ξένοι αναλυτές επισημαίνουν ότι αν η Ευρώπη δεν προχωρήσει σε πλήρη οικονομική ενοποίηση άμεσα, επ’ ευκαιρία της πανδημίας του κορωνοϊού, δεν θα μπορέσει να επιβιώσει ως ενιαία οικονομική δύναμη μετά το τέλος της πανδημίας. Διότι, όταν ξεπεραστεί αυτή η έκτακτη κατάσταση και επανέλθει η κανονικότητα, πολλές από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου θα έχουν βρεθεί με υπέρογκα χρέη που δημιουργούνται τώρα από την πανδημία και την ύφεση που προκαλεί. Είναι η μεγαλύτερη οικονομική δοκιμασία που έχει αντιμετωπίσει η ενωμένη Ευρώπη και μοιάζει τώρα πολύ αμφίβολο αν θα τα καταφέρει να ξεπεράσει τους εσωτερικούς της ανταγωνισμούς και τις διαφορετικές νοοτροπίες που επικρατούν στις ευρωπαϊκές χώρες και να προχωρήσει ενωμένη στο μέλλον.

Με πολύ μεγάλες πιέσεις και έντονες αντεγκλήσεις κατάφερε η Ευρώπη να αποφασίσει ότι θα διαθέσει χρήματα για να καλύψουν οι πιο αδύναμες οικονομικά χώρες τις οικονομικές τους ανάγκες λόγω πανδημίας και σε κάθε περίπτωση οι βόρειες χώρες απαίτησαν αυτά τα χρήματα να διατεθούν ως δάνεια και όσο το δυνατόν λιγότερα ως επιδοτήσεις.

Η διαμάχη σχετικά με αυτό το ζήτημα, με το αν θα δοθούν επιδοτήσεις ή δανεικά, επαναφέρει στο προσκήνιο ένα πραγματικό χάσμα νοοτροπίας μεταξύ Βορρά και Νότου. Ενα χάσμα που προϋπήρχε της σκέψης για τη δημιουργία ακόμη και της ΕΟΚ, πόσο μάλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η διαφορά Βορρά – Νότου υπάρχει ακόμη και σε διαφορετικές περιοχές των ίδιων χωρών, όπως στην Ιταλία. Ο «σοβαρός», «παραγωγικός» ιταλικός Βορράς δεν ανέχεται τον «χαλαρό» και «τεμπέλη» ιταλικό Νότο. Η ίδια λογική επικρατεί σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία πασχίζει να διατηρήσει την ενιαία πολιτική της που προκύπτει από μια αδιάκοπη διελκυστίνδα αντικρουόμενων συμφερόντων.

Δυστυχώς, το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο από τη σύγκρουση συμφερόντων. Αν ήταν απλώς αυτό το πρόβλημα, θα βρισκόταν μια λύση του τύπου «δούναι και λαβείν». Κι αυτό αναζητείται στις συσκέψεις. Αυτό όμως δεν λύνει το πρόβλημα διότι η πλήρης ενοποίηση προσκρούει στις διαφορετικές νοοτροπίες που είναι βαθιά ριζωμένες στους λαούς, στους εθνικούς θεσμούς και τους πολιτικούς των χωρών-μελών.

Πέραν της οικονομίας, ο τρόπος με τον οποίο η Ευρώπη αντιμετώπισε το πρόβλημα της Ελλάδας με τους πρόσφυγες και τους λαθρομετανάστες που στέλνει η Τουρκία στα ελληνικά σύνορα, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει η Ευρώπη την επιθετική συμπεριφορά του Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο αποδεικνύουν ότι σε όλους τους τομείς και σε κάθε κρίσιμη κατάσταση η Ευρώπη δυσκολεύεται να διαμορφώσει μια ενιαία και σταθερή στάση.

Αυτό που της λείπει είναι η αλληλεγγύη προς όποια χώρα έχει πρόβλημα και φυσικά τα προβλήματα δεν εμφανίζονται στις ασφαλείς χώρες που βρίσκονται στην καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου, αλλά συνήθως στα ευρωπαϊκά σύνορα, όπως είναι η Ελλάδα.

Οι συνθήκες σήμερα δεν ευνοούν την πρόοδο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ούτε σε οικονομικό, ούτε σε πολιτικό επίπεδο. Θα ήταν μια ευκαιρία, αλλά είναι μια ευκαιρία που δεν αξιοποιείται, ελλείψει ίσως και των ισχυρών ηγετών που θα συνεννοούνταν μεταξύ τους για να την προωθήσουν. Ο Μακρόν ίσως να την επιδιώκει, η Μέρκελ το ίδιο, αλλά οι προθέσεις των δύο ισχυρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν αρκούν, όπως φαίνεται. Και μεταξύ τους έχουν διαφορετικές ατζέντες σε πολλά ζητήματα σε θέματα τόσο εξωτερικής πολιτικής όσο και οικονομίας.

Ολες οι χώρες αυτή τη στιγμή προσπαθούν να κερδίσουν κάτι εις βάρος των υπολοίπων ή εν πάση περιπτώσει να μη χαρίσουν κάτι στη λογική του μεταξύ τους οικονομικού ανταγωνισμού.

Η Ευρώπη έχει περάσει πολλές κρίσεις χωρίς να διαλυθεί, αλλά τελικά δεν έχει καταφέρει ούτε να αυξήσει τη συνοχή της και να προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Η κρίση του κορωνοϊού προσφέρει μία ακόμη ευκαιρία, αλλά είναι φανερό ότι ούτε αυτή θα αξιοποιηθεί και ότι τελικά μόλις περάσει η πανδημία θα επανέλθει σφοδρότερη η διαμάχη για το πώς θα πληρωθούν τα νέα χρέη, τι όροι θα τεθούν στους υπερχρεωμένους από τους δανειστές τους και τι ανταλλάγματα θα κληθούν να δώσουν για να ξεχρεώσουν.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα δεν θα είναι στην ομάδα των ισχυρών -όπως είναι αυτονόητο- και αυτό θα επηρεάσει και τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας της.