Η κολοσσιαία βρετανική τράπεζα HSBC ανακοίνωσε τα αποτελέσματα μιας μελέτης της για τα κόκκινα δάνεια των ελληνικών τραπεζών. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι ότι αν το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος κατάφερνε να πουλήσει όλα τα κόκκινα δάνεια σε τιμή 39 σεντς ανά ευρώ, δεν θα χρειαζόταν αύξηση κεφαλαίου. Ωστόσο, το τίμημα αυτό θεωρείται διεθνώς υψηλό για την πώληση κόκκινων δανείων και πολύ δύσκολα θα το βρει στην αγορά. Αν αναγκαζόταν να πουλήσει σε τιμή 15 σεντς ανά ευρώ, όπως έκανε η ιταλική UniCredito, τότε θα μπορούσε να πουλήσει μόνο το 24% των κόκκινων δανείων του χωρίς να κάνει αύξηση κεφαλαίου. Για την πώληση επιπλέον κόκκινων δανείων σε αυτή την τιμή θα χρειαζόταν αύξηση κεφαλαίου. Η HSBC βελτιώνει αυτό το βασικό σενάριο θεωρώντας ότι θα υπάρξουν σημαντικά οφέλη στην κερδοφορία των τραπεζών από την πώληση κόκκινων δανείων, τα οποία θα μεταβάλουν θετικά τα τελικά αποτελέσματα. Συνεπώς, καταλήγει, θα ακολουθηθεί μια μέθοδος σταδιακών πωλήσεων κόκκινων δανείων σε διάφορες τιμές – ένα απολύτως λογικό συμπέρασμα.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τις ελληνικές τράπεζες αλλά και τις ελληνικές επιχειρήσεις;

Είναι προφανές: η συνεργασία μεταξύ τραπεζών και δανεισμένων επιχειρήσεων είναι η μόνη λύση προς το κοινό όφελος. Και φυσικά η κυβέρνηση, ο ESM και η Τράπεζα της Ελλάδος θα πρέπει να διευκολύνουν αυτή τη συνεννόηση για να βρεθεί η καλύτερη λύση.

Το μπαλάκι λοιπόν πηγαίνει στις ελεγκτικές αρχές σχετικά με την πίεση που ασκούν για τα κόκκινα δάνεια. Το να θέτουν υψηλούς στόχους για μαζικές πωλήσεις κόκκινων δανείων σε οποιαδήποτε τιμή, τη στιγμή που είναι διαπιστωμένο ότι προκαλείται πρόβλημα στις τράπεζες, είναι λάθος. Το να αποφεύγουν οι τράπεζες να πουλήσουν σε σωστές τιμές κάποιες ομάδες κόκκινων δανείων και σε άλλες σωστές τιμές άλλες ομάδες και να επιδιώκουν να εισπράξουν υπερβολικά -εκτός αγοράς- τιμήματα είναι ολέθριο για τις τράπεζες. Το να μη διευκολύνει η κυβέρνηση απαλλάσσοντας από τις ευθύνες τους τούς τραπεζικούς που θα πουλήσουν φθηνά τα κόκκινα δάνεια για να σώσουν επιχειρήσεις και τράπεζες είναι επιζήμιο και για την οικονομία και για τη χώρα.

Πρέπει λοιπόν εδώ να συνεργαστούν όλοι μαζί -δηλαδή τράπεζες, ESM και ΤτΕ, κυβέρνηση και επιχειρήσεις- για να γίνουν κάποιες χειρουργικές κινήσεις και να λυθεί το πρόβλημα όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα για όλους.

Δυστυχώς οι πολιτικοί λαϊκίζουν, οι τραπεζικοί φοβούνται, οι θεσμοί είναι προσκολλημένοι στα δικά τους μοντέλα και η επίλυση του προβλήματος αργεί και περιπλέκεται.

Το υπέδαφος που επιτρέπει αυτές τις καθυστερήσεις είναι η πρακτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης να μεταφέρει το κόστος της διάσωσης των τραπεζών στους φορολογούμενους, χωρίς καν συζητήσεις.

Αν χρειαστούν λεφτά για να σωθεί το τραπεζικό σύστημα και δεν θέλουν να τα βάλουν οι μέτοχοι, θα γίνει καταρχάς bail in των καταθέσεων και μετά ένεση από τον Προϋπολογισμό με δανεικά, δηλαδή αύξηση του δημοσίου χρέους κ.λπ. Οταν λοιπόν υπάρχει στο βάθος του τούνελ αυτή η «πολιτική» λύση, όλοι αποφεύγουν να πάρουν ρίσκο και ευθύνες και να λύσουν το πρόβλημα με τον σωστό τρόπο, δηλαδή με τη συνεννόηση.

Η λύση που έχει επιλέξει η Ευρωπαϊκή Ενωση, να φορτώνει στους φορολογούμενους πολίτες τα λάθη όλων, δεν είναι δίκαιη και είναι επικίνδυνη για την κοινωνική συνοχή κάθε χώρας αλλά και για τη συνοχή της ίδιας της Ε.Ε.

Αντί να γίνει αυτό, η Ευρώπη πρέπει να υποχρεώνει τους τραπεζίτες να βρίσκουν ρεαλιστικές και βολικές λύσεις για όλους, καλύπτοντάς τους νομικά και ηθικά. Μόνο έτσι μπορεί να λυθεί ένα τόσο σύνθετο πρόβλημα. Σήμερα η νομοθεσία καλύπτει τους τραπεζίτες σε κάποιον βαθμό, αλλά όχι πλήρως. Και είναι λογικό να φοβούνται ότι θα βρεθούν στα δικαστήρια κατηγορούμενοι αν προχωρήσουν στις ρυθμίσεις. Δυστυχώς, σύμφωνα με τους εμπλεκόμενους τραπεζίτες, βρισκόμαστε αρκετά μακριά από το επίπεδο συνεννόησης που απαιτείται.

Γίνονται προσπάθειες, αλλά η πρόοδος είναι αργή και η λύση καθυστερεί. Οι αξιολογήσεις των τραπεζών θα γίνουν σε λίγους μήνες και αν το πρόβλημα δεν έχει λυθεί, έστω και μερικώς, θα υπάρξει αναγκαστικά κόστος για όλους. Το αν το κόστος θα είναι μικρό ή μεγάλο θα εξαρτηθεί από τη μεθοδολογία των stress tests που θα γίνουν την άνοιξη του 2018.