Στην προσπάθειά τους να γίνουν αρεστοί στους πολίτες ή να δώσουν έστω μια αισιόδοξη προοπτική, πολλοί πολιτικοί αλλά και τραπεζίτες αναφέρονται συχνά στην άρση των capital controls και την έξοδο της χώρας στις αγορές. Επιθυμούν, αφενός, την αύξηση του ορίου των αναλήψεων σε μετρητά και, αφετέρου, βιάζονται να αρχίσει ο δανεισμός της χώρας από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και χρηματαγορές αντί των δανείων που δίνονται σήμερα από την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΔΝΤ.

Καμία από τις επιθυμίες αυτές τις οποίες εκφράζουν δεν είναι συμφέρουσα για τη χώρα. Αν αυξηθεί το όριο αναλήψεων μετρητών από τις τράπεζες θα συμβούν τα εξής: πρώτον, σε κάθε μικρή ή μεγάλη κρίση στις σχέσεις μας με τους Ευρωπαίους ο κόσμος θα τρέχει στις τράπεζες να σηκώνει μετρητά για να τα κρύψει στα στρώματα. Αν δε επιτραπεί στο πλαίσιο της άρσης των capital controls και η κίνηση κεφαλαίων προς το εξωτερικό, τότε θα έχουμε και φυγή κεφαλαίων από τη χώρα. Δεύτερον, το μόνο που εξυπηρετούν τα μετρητά είναι η φοροδιαφυγή. Σε μια περίοδο που οι φόροι είναι εξαιρετικά αυξημένοι, η αύξηση των συναλλαγών με μετρητά θα επιταχύνει την ούτως ή άλλως δεδομένη αύξηση της φοροδιαφυγής. Το αντίθετο θα έπρεπε να συμβεί, να διευρυνθούν οι συναλλαγές με κάρτες και οι ηλεκτρονικές συναλλαγές, με παράλληλη κατάργηση διά νόμου όλων των προμηθειών των τραπεζών για όλες αυτές τις συναλλαγές. Αν η κυβέρνηση δεν θέλει να μειώσει αντί να αυξήσει το όριο των αναλήψεων μετρητών, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να βρει τρόπους ενθάρρυνσης των πολιτών να συναλλάσσονται ηλεκτρονικά και παράλληλα να βρει τρόπους ελέγχου της φοροδιαφυγής, η οποία είναι -μαζί με τις σπατάλες του Δημοσίου- η βασική αιτία των σημερινών υπερβολικών φορολογικών βαρών στους νομοταγείς πολίτες.

Σε ό,τι αφορά την άρση των περιορισμών για την κίνηση κεφαλαίων, εκεί πράγματι υπάρχει περιθώριο βελτίωσης προκειμένου να διευκολυνθούν η εγχώρια παραγωγή και οι εμπορικές συναλλαγές. Η Τράπεζα της Ελλάδος θα έπρεπε ήδη να έχει τροποποιήσει τις σχετικές αποφάσεις της ώστε να επιτρέπονται οι εξαγωγές κεφαλαίων για πληρωμές εμπορικών συναλλαγών προκειμένου να μπορεί η ελληνική παραγωγή να εισάγει τις απαραίτητες για τη λειτουργία της πρώτες ύλες και τα βασικά εισαγόμενα προϊόντα. Η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων προς το εξωτερικό για κάθε είδους επενδύσεις θα πρέπει να επιτραπεί μόνο αφού διασφαλιστεί η σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και όταν δεν επικρατούν συνθήκες πανικού κάθε τρεις και λίγο. Η αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας είναι εκείνη που θα φέρει και εισροές κεφαλαίων και ξένες επενδύσεις αντί για εκροές.

Σχετικά με το ζήτημα της εξόδου της χώρας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές για σύναψη δανείων, οι τραπεζίτες λογικά το επιθυμούν διότι θα έχουν μερίδιο κερδών, αλλά οι πολιτικοί κακώς το επιδιώκουν διότι αυτό θα αύξανε το κόστος δανεισμού μας σε πολύ μεγάλο βαθμό. Σήμερα δανειζόμαστε με πολύ καλούς οικονομικούς όρους από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, δηλαδή με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. Αν βιαστούμε να βγούμε στις αγορές, τα επιτόκια και οι όροι δανεισμού γενικότερα θα χειροτερέψουν. Συνεπώς, το κόστος δανεισμού μας είναι σήμερα καλύτερο. Υπάρχει όμως το πολιτικό κόστος των όρων που θέτουν οι δανειστές με τις μεταρρυθμίσεις. Οι πολιτικοί μας λοιπόν θέλοντας να αποφύγουν τις μεταρρυθμίσεις προτιμούν να δανειζόμαστε από τις αγορές έστω και με υψηλότερο κόστος, παρά από την τρόικα που επιβάλλει μεταρρυθμίσεις έναντι των δανείων που μας δίνει. Μάλλον δεν αντιλαμβάνονται ότι και οι αγορές θα επιβάλλουν διαρκώς υψηλότερο κόστος στα δάνεια που μας δίνουν αν δεν βλέπουν πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις. Για να βγούμε στις αγορές και να δανειστούμε με κάπως καλύτερους όρους, θα πρέπει πρώτα να περάσουμε τις μεταρρυθμίσεις και να εξασφαλίσουμε βιώσιμα δημοσιονομικά μεγέθη και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Μόνο τότε θα μας συμφέρει να βγούμε στις αγορές. Αν το καταφέρναμε τώρα που είμαστε αναξιόπιστοι και δεν έχουμε συμμαζέψει ακόμη την οικονομία μας και κυρίως δεν έχουμε διαμορφώσει μέσω μεταρρυθμίσεων ένα σταθερό δημοσιονομικό περιβάλλον, η έξοδος στις αγορές θα δώσει την ευκαιρία στους ιδιώτες δανειστές να μας εκβιάσουν με πολύ υψηλά επιτόκια.

Δυστυχώς η ώρα για να γίνουν τέτοιου είδους αλλαγές τόσο στην κίνηση κεφαλαίων όσο και στις πηγές του δανεισμού μας δεν έχει έρθει ακόμη. Η βασική προϋπόθεση για να τα πετύχουμε αυτά και να έχουμε όφελος είναι να εξασφαλίσουμε καταρχήν δημοσιονομική σταθερότητα και ρυθμούς ανάπτυξης. Οταν το κάνουμε, θα λυθούν όλα αυτά τα προβλήματα και ταυτόχρονα θα λυθεί σε μεγάλο βαθμό και το πρόβλημα του χρέους. Και θα λυθεί διότι το Ελληνικό Δημόσιο θα είναι σε θέση να θέτει πλέον τους όρους του στους δανειστές, να εκδίδει νέα ομόλογα με μεγαλύτερη διάρκεια για να επιμηκύνει τη διάρκεια αποπληρωμής του χρέους, χωρίς να ζητάει χάρες από τους Γερμανούς και τους άλλους δανειστές που δεν είναι διατεθειμένοι να μας τις κάνουν.