Η δήλωση του Kυριάκου Μητσοτάκη ότι θα μειώσει τον ΕΝΦΙΑ κατά 30%, με χρονικό ορίζοντα 2 ετών, και ότι αυτό θα το επιτύχει μειώνοντας δαπάνες του Δημοσίου, είναι η πρώτη δήλωση από πολιτικό αρχηγό που γεννά αισιοδοξία.

Φυσικά αμφισβητείται από πολλούς ότι θα το κάνει, αμφισβητείται επίσης ότι μπορεί να το κάνει και πώς θα το κάνει, δηλαδή αν είναι εφικτή η μείωση των κρατικών δαπανών. Παρ’ όλα αυτά, όμως, το γεγονός ότι ένας πολιτικός αρχηγός τόλμησε να αναφερθεί σε μείωση των δημοσίων δαπανών είναι πολύ ενθαρρυντικό. Ο Μητσοτάκης μέχρι στιγμής δεν έχει υποσχεθεί τίποτα σε κανέναν. Δεν έχει ακολουθήσει τη λαϊκίστικη ρητορεία του προκατόχου του Σαμαρά, ο οποίος είναι ο πατέρας της ψευδούς και ανέφικτης αντιμνημονιακής πολιτικής, την οποία θεοποίησε μετά ο Τσίπρας, δεν έχει τάξει λαγούς με πετραχήλια, όπως έκανε ο Τσίπρας, δεν έχει πει ούτε ότι λεφτά υπάρχουν, ούτε τίποτα άλλο.

Μέχρι τώρα ακολουθούσε μια αντιπολιτευτική στρατηγική που στηριζόταν στην επισήμανση των ψεμάτων του Τσίπρα και στην ανάδειξη της ανικανότητας και της επικινδυνότητας της σημερινής κυβέρνησης. Φαίνεται ότι αλλάζει πλέον στρατηγική και αρχίζει να γίνεται συγκεκριμένος, λέγοντας για πρώτη φορά τι σκοπεύει να κάνει. Και πολύ καλά κάνει, διότι αυτό περιμένουν οι ψηφοφόροι του. Δεν χρειάζεται να μας λέει πόσο ψεύτης είναι ο Τσίπρας, το ξέρουμε. Χρειάζεται να μας πει τι θα κάνει εκείνος αν εκλεγεί και να τεκμηριώσει ότι αυτό που πουλάει μπορεί να γίνει.

Στο ζήτημα του ΕΝΦΙΑ τα πράγματα είναι δύσκολα. Είναι ένας φόρος με μεγάλη εισπραξιμότητα και ως εκ τούτου είναι δύσκολο για οποιαδήποτε κυβέρνηση να τον μειώσει. Εκτός αν, όπως λέει ο Μητσοτάκης, μειωθούν οι κρατικές δαπάνες, οπότε οι ανάγκες του Δημοσίου για έσοδα περιορίζονται. Μπορούν, όμως, να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες; Φυσικά και μπορούν. Και όπως εξήγησε ο Μητσοτάκης, δεν θα προχωρήσει σε απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων ή σε οριζόντιες μειώσεις, αλλά σε στοχευμένες παρεμβάσεις περιορισμού της σπατάλης και μέσω της χαμηλής αναλογίας προσλήψεων σε σχέση με τις αποχωρήσεις δημοσίων υπαλλήλων λόγω συνταξιοδότησης.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε αυτή τη στιγμή τα ακριβή νούμερα και ποσά για να αξιολογήσουμε κατά πόσο είναι εφικτή η κάλυψη της μείωσης του ΕΝΦΙΑ κατά 30% από τον περιορισμό αυτών των δαπανών. Αυτό, όμως, που μπορούμε να πούμε είναι ότι η Νέα Δημοκρατία μπαίνει σε σωστό δρόμο σκέψης. Συνδέει τη μείωση των φόρων με τον περιορισμό των δαπανών και δεν τις θεωρεί ανελαστικές. Αντίθετα με αυτή τη λογική Μητσοτάκη όλοι οι άλλοι πολιτικοί θεωρούν ότι οι δαπάνες είναι ανελαστικές. Ακόμη και μέσα στο κόμμα του οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι βουλευτές του θεωρούν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια μείωσής τους.

Οι δε καραμανλικοί ήταν οι πρωτεργάτες της αύξησης των δημοσίων δαπανών, οι οποίες εκτινάχτηκαν σε πρωτοφανή ύψη λόγω ρουσφετιών και προσλήψεων.

Δυστυχώς, η ελληνική οικονομία δεν έχει περιθώρια διατήρησης τόσο μεγάλων δημοσίων δαπανών.

Και η αλήθεια είναι ότι δεν χρειαζόμαστε τόσο μεγάλο κράτος, ειδικά από τη στιγμή που είναι εξαιρετικά αντιπαραγωγικό. Χρειαζόμαστε όμως -και αυτό πρέπει να επιδιώξουμε- ένα πολύ αποτελεσματικό κράτος, δηλαδή μια πολύ αποτελεσματική δημόσια διοίκηση που να προσφέρει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στους πολίτες. Τα χρόνια της κρίσης ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων μειώθηκε σημαντικά. Και θα συνεχίσει να μειώνεται εφόσον οι προσλήψεις είναι λιγότερες από τις απολύσεις. Το ζητούμενο τώρα δεν είναι να φύγουν πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά να γίνουν πιο παραγωγικοί και να βελτιωθούν οι υπηρεσίες που παρέχουν στους πολίτες. Για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να μειωθεί η γραφειοκρατία και να αξιολογείται η εργασία του καθενός από την υπηρεσία του με βάση κάποια αντικειμενικά κριτήρια.

Ολοι έχουμε αναγκαστικά επαφή με τις δημόσιες υπηρεσίες. Και όλοι γνωρίζουμε ότι η συναλλαγή μας με το Δημόσιο εξαρτάται από τον συγκεκριμένο δημόσιο υπάλληλο με τον οποίο έχουμε να κάνουμε. Είναι δηλαδή αυτό που λέμε «σε ποιον θα πέσεις». Αν πέσεις σε έντιμο, λογικό και έξυπνο δημόσιο υπάλληλο, βρίσκεις λύση για όλα και η δουλειά σου γίνεται γρήγορα και σωστά. Αν πέσεις σε τεμπέλη, αδιάφορο ή λαμόγιο, η δουλειά δεν γίνεται ποτέ και η ταλαιπωρία είναι αφόρητη. Η μείωση λοιπόν της γραφειοκρατίας είναι αναγκαία για να μειωθεί και η εξάρτηση του πολίτη από τον συγκεκριμένο δημόσιο υπάλληλο. Η υπηρεσία του Δημοσίου πρέπει να λειτουργεί ανεξαρτήτως προσώπων με βάση απλούς και λογικούς κανόνες.

Για να είμαστε ειλικρινείς -και επειδή προσωπικά πολλές φορές έχω εκφραστεί αρνητικά για τους δημοσίους υπαλλήλους-, η αλήθεια είναι ότι πάρα πολλοί σκίζονται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Οποιος αναγκάστηκε να έρθει σε επαφή, π.χ., με τους γιατρούς στα αεροπλάνα που μαζεύουν τους τραυματίες και τους αρρώστους από τα νησιά, θα διαπίστωσε με πόσο ζήλο και υπερπροσπάθεια κάνουν τη δουλειά τους αυτοί οι άνθρωποι. Και πολλοί άλλοι γιατροί δημόσιων νοσοκομείων – όχι όλοι.

Το ίδιο συμβαίνει με πυροσβέστες, αστυνομικούς και λιμενικούς. Το ίδιο συμβαίνει με δασκάλους και καθηγητές. Υπάρχουν -λίγοι- καλοί δάσκαλοι και καθηγητές που ξεχωρίζουν σε όλα τα σχολεία. Το πόσο καλά θα πάει ο μαθητής εξαρτάται από το αν θα πέσει σε καλό καθηγητή ή δάσκαλο ή αν θα του τύχει ο αδιάφορος, ο αγράμματος, αυτός που θέλει να πληρωθεί για ιδιαίτερα αντί να μάθουν τα παιδιά στην τάξη. Σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες είναι έτσι. Αυτό πρέπει, όμως, να αλλάξει. Δεν μπορεί να το αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ διότι δεν θέλει. Οπως δεν ήθελαν η Ν.Δ. και πολλοί από το ΠΑΣΟΚ. Δεν θέλουν διότι στηρίζονται στην πελατειακή σχέση, στο δούναι και λαβείν με τους δημοσίους υπαλλήλους, το οποίο τελικά καταλήγει, όπως αποδείχθηκε περίτρανα τα τελευταία χρόνια, εις βάρος όλων μας.