Τόσο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και στο Ecofin έχουν αρχίσει οι συζητήσεις για νέες πολιτικές παροχών τόσο σε νομισματικό όσο και σε δημοσιονομικό επίπεδο. Η λογική της λιτότητας που επικράτησε την τελευταία δεκαετία και αποτελούσε τον πυρήνα της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής τα τελευταία είκοσι χρόνια, είτε προκειμένου να επιτευχθεί σύγκλιση μεταξύ των οικονομιών είτε με τιμωρητική διάθεση, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, έχει εγκαταλειφθεί από όλους και το νέο δόγμα πλέον είναι η επεκτατική οικονομική πολιτική με τύπωμα χρήματος και αύξηση των δημοσίων δαπανών. Παρά τις πρωτοφανείς ποσότητες χρήματος που τύπωσε η ΕΚΤ και το διένειμε μέσω τραπεζικού συστήματος στις οικονομίες αγοράζοντας ομόλογα των χωρών-μελών και δανείζοντας τις τράπεζες με μηδενικό επιτόκιο, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη παραμένει στο 1,1%, πολύ χαμηλότερα ακόμη και από τον ιδιαίτερα σφιχτό στόχο του 2%, που είναι ο καταστατικός σκοπός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Πολλοί πανεπιστημιακοί αλλά και οικονομολόγοι μεγάλων ιδρυμάτων και τραπεζών εκτιμούν ότι η Ευρώπη θα προχωρήσει εκτάκτως και πριν από το τέλος του 2020 σε νέο χρηματοδοτικό «μπαζούκα» προκειμένου να κρατήσει τις οικονομίες των χωρών-μελών ζωντανές και ικανές να αντιμετωπίσουν την ύφεση που προκαλεί η πανδημία. Οι αιτίες αυτής της ύφεσης σχετίζονται αφενός με τη μείωση της κατανάλωσης και της ζήτησης για κάθε είδους προϊόντα και υπηρεσίες, αφετέρου με τα εμπόδια που θέτει η πανδημία στο διεθνές εμπόριο και την παγκόσμια παραγωγή.

Φοβούνται, λοιπόν, στην Ευρώπη ότι βρισκόμαστε σε φάση αποπληθωρισμού, κατά την οποία η αξία του χρήματος μειώνεται και αυτό έχει δυσάρεστες επιπτώσεις τόσο στις επενδύσεις όσο και στην απασχόληση.

Πηγές της Τραπέζης της Ελλάδος αναφέρουν ότι το θέμα της ενεργοποίησης ενός νέου χρηματοδοτικού πακέτου, αντίστοιχου με αυτό των 1,35 τρισ. που αποφασίστηκε φέτος, αναμένεται σύντομα να μπει στην επίσημη ατζέντα του συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας. Δεν έχει μπει όμως ακόμη, και ο λόγος είναι ότι από τα 1,35 τρισ. του πρώτου πακέτου έχουν απορροφηθεί προς το παρόν μόνο τα μισά. Συνεπώς, η ΕΚΤ θα περιμένει να απορροφηθούν περισσότερα κονδύλια από τις εθνικές οικονομίες μέχρις ότου αποφασίσει να συζητήσει για νέα. Πάντως, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι αν συνεχιστεί με αυτούς τους ρυθμούς η πανδημία το ζήτημα θα συζητηθεί επισήμως μέσα στον Δεκέμβριο.

Το ζητούμενο βέβαια σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να καταφέρουν οι κυβερνήσεις να απορροφήσουν το χρήμα αλλά και να το κατευθύνουν σε όσο το δυνατόν πιο παραγωγικές επενδύσεις ώστε να φτάσει τελικά στα χέρια των καταναλωτών, αφού πρώτα έχει περάσει από επενδυτικά κανάλια, παρά να το μοιράσουν απλώς και μόνο ως ενίσχυση για τόνωση της κατανάλωσης. Το τελικό αποτέλεσμα στην κατανάλωση και τον ρυθμό ανάπτυξης είναι το ίδιο, όμως αν έχουν προηγηθεί παραγωγικές επενδύσεις και έργα υποδομών μένει κάτι για να συντηρήσει την ανάπτυξη στο μέλλον.

Στην περίπτωση της Ελλάδας υπάρχουν αρκετά προβλήματα ως συνήθως. Αφενός η χώρα δεν διαθέτει μετά από πάνω από μία δεκαετία ύφεσης τις τεχνικές εταιρείες για να κατασκευάσουν μεγάλα έργα υποδομών, και αυτό φαίνεται ήδη στα δημόσια έργα. Οι μεγάλες και πανίσχυρες κατασκευαστικές εταιρείες του παρελθόντος είναι πλέον σκιές του εαυτού τους, πνιγμένες στα χρέη και με απαξιωμένες τεχνικές δυνατότητες. Το δεύτερο πρόβλημα είναι η δομή της ελληνικής οικονομίας που στηρίζεται στην παροχή υπηρεσιών και κυρίως στον τουρισμό και την εστίαση και όχι στη βιομηχανία ή στην τεχνολογία. Είναι δύσκολο, λοιπόν, να δοθεί το χρήμα σε ελληνικές επιχειρήσεις για να πραγματοποιήσουν μεγάλες επενδύσεις διότι δεν υπάρχουν αρκετές τέτοιες επιχειρήσεις. Το τρίτο πρόβλημα είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν αξιολογούν τις προοπτικές των επιχειρήσεων και των επενδυτικών σχεδίων, αλλά χρηματοδοτούν μόνο με βάση τη δυνατότητα των μετόχων να δώσουν εγγυήσεις, κατά προτίμηση, σε ακίνητα. Ετσι φυσικά δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί μια οικονομία προκειμένου να αναπτυχθεί, ούτε να δημιουργηθούν νέες δυναμικές επιχειρήσεις που θα προσφέρουν ανάπτυξη στο μέλλον.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι διευθύνοντες τις ελληνικές τράπεζες παραπονιούνται ότι δεν βρίσκουν επιχειρήσεις για να δανείσουν χρήματα, ενώ θα μπορούσαν αν είχαν άλλη νοοτροπία, και προσεγγίζουν για δάνεια μόνο τις πολύ μεγάλες και υγιείς επιχειρήσεις, αυτές που ουσιαστικά δεν χρειάζονται δάνεια αλλά έχουν πλεόνασμα ρευστότητας. Αυτό φάνηκε και από το γεγονός ότι τα εγγυημένα δάνεια του Δημοσίου για την αντιμετώπιση της πανδημίας τα πήραν μόνο όσες επιχειρήσεις είτε δεν τα χρειάζονταν είτε διέθεταν ακίνητα για υποθήκες, με αποτέλεσμα χιλιάδες επιχειρήσεις νέες και δυναμικές που είχαν ανάγκη να βρεθούν χωρίς χρηματοδότηση, ελλείψει δυνατότητας παροχής επιπλέον εγγυήσεων.

Παρεμπιπτόντως, η κυβέρνηση θα πρέπει να ανακαλύψει άλλους τρόπους διανομής του χρήματος των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων στις επιχειρήσεις διότι όσο περνούν μέσα από το κανάλι της τραπεζικής χρηματοδότησης τελικά δεν θα φτάνουν σε αυτούς που πρέπει να ενισχυθούν για να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν. Καθώς λοιπόν αναμένεται σημαντική αύξηση των δωρεάν χρηματοδοτήσεων από την ΕΚΤ και δημοσιονομική χαλάρωση από το Ecofin, είναι αναγκαίο η ελληνική κυβέρνηση να επανασχεδιάσει τα συστήματα διανομής του χρήματος προς τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, προκειμένου αφενός να μεγιστοποιήσει τα οφέλη χτίζοντας γερές επιχειρήσεις, αφετέρου να μειώσει τα βάρη των φόρων και της γραφειοκρατίας που ταλανίζουν επί δεκαετίες τον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και καθηλώνουν την ανάπτυξη της χώρας.