Μεταξύ αυτών είναι αρκετές από τις «στριφνές» χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που επιμένουν στο μέχρι πρότινος μοντέλο των δανεικών με επιτήρηση, το οποίο η υπόλοιπη Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, έχει πετάξει – αναγκαστικά- στα σκουπίδια της Ιστορίας.

Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ενωση, δε, καλείται να ξεπεράσει αγκυλώσεις, όπως π.χ. τις αποφάσεις με αναγκαστική ομοφωνία, και να προσαρμοστεί στην πολύ δημοκρατικότερη διαδικασία της αποδοχής προτάσεων με πλειοψηφία. Διότι ωραία η ομοφωνία όταν μπορεί να επιτευχθεί, αλλά καταστροφική η επιδίωξή της όταν δεν υπάρχει. Πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι η ομοφωνία σε πάρα πολλές περιπτώσεις αποτελεί εργαλείο εκβιασμών από όλους τους συμμετέχοντες στις διαπραγματεύσεις. Και ο καθένας μπορεί να εκβιάσει λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με τις περιστάσεις.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη στο θέμα της έγκρισης των κονδυλίων που θα διατεθούν για την πανδημία στις χώρες-μέλη, αλλά και σχετικά με τον τρόπο που θα μοιραστούν τα ποσά, ε δομικές αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως είναι οι ομόφωνες αποφάσεις.

Εκτός Ευρώπης, το ΔΝΤ, το οποίο επιδεικνύει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία από την Ε.Ε. αλλά και από πολλές κυβερνήσεις στις αξιολογήσεις του και στον τρόπο που βλέπει τα πράγματα, μιλά διαρκώς για ανάγκη μεγαλύτερων ενισχύσεων, για περιορισμό των δημοσιονομικών κανόνων και για αλλαγή όλων των παραγωγικών μοντέλων. «Βλέπει» πράγματα που ούτε οι κυβερνήσεις, ούτε οι επιχειρήσεις μπορούν από τώρα να διακρίνουν, όπως, για παράδειγμα, ότι ο αεροπορικός τομέας δεν θα ανακάμψει σύντομα -μπορεί και ποτέ να μην ξαναγίνει όπως ήταν, το ίδιο και ο τουρισμός- και ότι οι χώρες πρέπει να επενδύσουν στην υγεία και στις ψηφιακές δεξιότητες.

Ο ΠΟΥ δηλώνει ότι ο ιός είναι εκτός ελέγχου, φάρμακα και εμβόλια δεν έχουν βρεθεί, ενώ ζούμε στη μοναδική ιστορικά στιγμή, από όσο γνωρίζω, που οι μεν παπάδες όλων των θρησκειών ελπίζουν να βρει η επιστήμη μια λύση, οι δε επιστήμονες προσεύχονται στον Θεό να βρεθεί μια λύση, διότι οι ίδιοι όσο και να ψάχνουν δεν βρίσκουν τίποτα.

Κι όμως, κυβερνήσεις και οργανισμοί προσπαθούν να φερθούν σαν να έχουμε μια προσωρινή αναστολή της κανονικότητας και ελπίζουν ότι σύντομα θα επανέλθουμε στο παρελθόν. Αυτό αποκλείεται διότι οι άνθρωποι έμαθαν π.χ. να δουλεύουν από το σπίτι, οι επιχειρήσεις έμαθαν ότι δεν χρειάζονται τόσο μεγάλα γραφεία διότι δεν χρειάζεται να έχουν τόσους πολλούς υπαλλήλους στο γραφείο λόγω τηλεργασίας, οι επενδυτές διαπίστωσαν ότι όλα μπορεί να χαθούν σε μια μέρα λόγω ενός ιού, ενώ όλοι διαπίστωσαν ότι η ευχή «υγεία πάνω απ’ όλα» σημαίνει πράγματι ότι η υγεία είναι πάνω απ’ όλα.

Η Δύση και ο πολιτισμένος κόσμος γενικότερα καλούνται με σκληρό τρόπο να ξεπεράσουν την ψευδαίσθηση της άτρωτης και πανίσχυρης επιστημονικά υπερδύναμης, οι κυβερνήσεις σταδιακά καταλαβαίνουν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ο άκρατος φιλελευθερισμός και ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός δεν μπορούν να δώσουν λύση, ενώ τα παλιά μοντέλα με ισχυρό κράτος πρόνοιας και χρηματοδότηση των οικονομιών για να συντηρούν οικονομικά τους πάντες, έχοντες και μη έχοντες, επανέρχονται. Το ζήτημα είναι αν θα επανέλθουν ως εθνικοσοσιαλιστικά ή ως ευρωσοσιαλιστικά. Πάντως, ακόμη και το ΔΝΤ εγκατέλειψε τον άκρατο φιλελευθερισμό διότι δεν μπορεί πλέον να καλύψει τις κοινωνικές ανάγκες, ούτε καν τις στοιχειώδεις.

Το τι θα συμβεί όταν ξεπεραστεί το πρόβλημα του κορωνοϊού δεν το ξέρει κανείς ακόμη, αλλά αυτό που μπορούμε να υποψιαστούμε είναι ότι και χωρίς τον κορωνοϊό θα υπάρχει πάντα (στις δικές μας γενιές τουλάχιστον) ο φόβος των μικροβίων που μπορεί ξαφνικά να εμφανιστούν, δηλαδή ένας νέος και χειρότερος κορωνοϊός, μια νέα ασθένεια, ένας φόβος για τον άλλον, για τον ξένο, για τον Ασιάτη που τρώει παράξενα ζώα. Οι φοβίες αυτές δεν θα φύγουν, οι αγκαλιές και τα φιλιά θα συνεχίσουν να περιορίζονται και οι αποστάσεις θα μείνουν στο παιχνίδι της πραγματικότητας για πολλά χρόνια ακόμη. Θα είμαστε από εδώ και πέρα υποχόνδριοι.

Και καθώς η υγεία θα θεωρείται το σημαντικότερο αγαθό, οι κυβερνήσεις θα προσπαθούν να την εξασφαλίσουν περισσότερο από όσο προσπαθούν σήμερα να ανοίξουν τις οικονομίες. Και προκειμένου να πετύχουν και τους δύο στόχους ταυτόχρονα, δηλαδή και να εξασφαλίσουν περιορισμό των ιώσεων και να μη διακοπεί η λειτουργία των οικονομιών, το μέλλον ανήκει στην κρατική χρηματοδότηση των οικονομιών ώστε να διασφαλίζεται ότι κανένας δεν θα πεινάει παρόλο που ολοένα και λιγότεροι θα εργάζονται.

Υπό αυτές τις συνθήκες, θα πρέπει να αποδεχτούν οι πάντες ότι δεν θα επιστρέψουμε στο παρελθόν. Και μέσα σε αυτούς τους πάντες πρέπει να είναι και οι κυβερνήσεις χωρών, όπως π.χ. η Ολλανδία, οι οποίες τελικώς -ενδεχομένως ασφυκτικά πιεζόμενες- θα υποχωρήσουν και θα εγκρίνουν τα κονδύλια που χρειάζεται η Ευρώπη όχι για να ξαναπάρει μπρος η ανάπτυξη, αλλά τουλάχιστον για να μην πεθάνει μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού από την πείνα.

Αναλόγως θα πρέπει να προσαρμοστούν οι κυβερνήσεις, τα κόμματα και οι διεθνείς οργανισμοί, ώστε με αλτρουισμό και κοινή προσπάθεια και όχι με ανταγωνισμό να αντιμετωπίσουν τις μελλοντικές προκλήσεις σε όλους τους τομείς.