Κατά πάσα πιθανότητα ο Μάριο Ντράγκι, πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της Ιταλίας καθώς έλαβε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης τεχνοκρατών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας του πολιτικού κόσμου της χώρας. Ο κ. Ντράγκι είναι ο άνθρωπος που “έσωσε” το Ευρώ λέγοντας ότι “η ΕΚΤ θα κάνει ό,τι χρειαστεί” για να στηρίξει την ευρωπαϊκή οικονομία και το “ό,τι χρειαστεί” ήταν η αδιάκοπη χρηματοδότηση από την ΕΚΤ των ευρωπαϊκών χωρών. Και το πέτυχε αυτό σε μια στιγμή που επικρατούσε στην Ευρώπη η λογική της λιτότητας και της “τιμωρίας” των υπερχρεωμένων χωρών που επέβαλε ο τότε ισχυρός Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε για αυτό και ονομάστηκε “σούπερ Μάριο”.

Οι θέσεις του Ντράγκι για την οικονομία και τις επιπτώσεις της πανδημίας είναι σαφείς: Η πανδημία αντιμετωπίζεται με οικονομικές ενισχύσεις οι οποίες αυξάνουν το δημόσιο χρέος, όπως στους πολέμους, και στη συνέχεια αυτό το χρέος θα πρέπει με κάποιον τρόπο να εξαλειφθεί. Το ίδιο πρέπει να γίνει και στο ιδιωτικό χρέος το οποίο γεννάται την περίοδο της πανδημίας και εξαιτίας αυτής και το οποίο επίσης πρέπει να εξαλειφθεί.

Η πολιτική αυτή σύμφωνα με τον κύριο Ντράγκι θα οδηγήσει σε ανάκαμψη των οικονομιών οι οποίες θα εκμεταλλευτούν την αύξηση της προσφοράς χρήματος χωρίς τα βαρίδια του χρέους. Είναι μια κλασική συνταγή η οποία στο παρελθόν όταν η κάθε χώρα είχε το δικό της νόμισμα οδηγούσε σε τοπικούς πληθωρισμούς, αλλά φαίνεται ότι στην περίπτωση της ενοποιημένης ευρωπαϊκής οικονομίας ο πληθωρισμός δεν αποτελεί πρόβλημα, αντίθετα η αύξησή του από το χαμηλό 1,3% που είναι σήμερα σε ένα επίπεδο υψηλότερο από το 2%, είναι το ζητούμενο. Και παρά το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία η ΕΚΤ έχει χορηγήσει ρευστότητα αρκετών τρις Ευρώ στις χώρες μέλη, ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός δεν ανεβαίνει. Συνεπώς η πολιτική Ντράγκι – η οποία είναι προς το παρόν και η επικρατούσα μεταξύ των πιο προοδευτικών οικονομολόγων και πολιτικών – είναι ασφαλής και χρήσιμη για τις ευρωπαϊκές χώρες.

Εφόσον ο Ντράγκι σχηματίσει κυβέρνηση και αν η ευρωπαϊκή ηγεσία πειστεί για την ορθότητα αυτής της πολιτικής και την υιοθετήσει, η Ελλάδα θα έχει αποκτήσει έναν πολύ χρήσιμο σύμμαχο και δεν θα φοβάται στο μέλλον την επιβολή αυστηρών μέτρων για την αντιμετώπιση του μεγάλου χρέους της το οποίο αυξάνεται σήμερα από τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις για την πανδημία.

Επειδή όμως οι πολιτικές εξάλειψης του χρέους αφορούν μόνο το νέο χρέος που προκαλείται από την πανδημία, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να μεριμνήσει ώστε να αποπληρωθεί τώρα μέρος του παλαιού συσσωρευμένου χρέους ή να αγοραστεί μέρος του από τη δευτερογενή αγορά ομολόγων ώστε να διαγραφεί ή να επιμηκυνθεί ακόμη περισσότερο σε διάρκεια ώστε να περιορισθεί σημαντικά το μελλοντικό κόστος εξυπηρέτησής του.

Πέραν του χρέους όμως, το ζητούμενο με τα τεράστια κεφάλαια που θα πάρουμε τα επόμενα χρόνια από την Ευρώπη για την αντιμετώπιση της πανδημίας, είναι η σωστή διαχείρισή τους για να υπάρξει μακροπρόθεσμα βιώσιμη ανάπτυξη. Είναι λογικό, σωστό και αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί πολύ μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων για την απευθείας ενίσχυση των εργαζόμενων και των επαγγελματιών που πλήττονται από το lockdown της πανδημίας. Το χρήμα αυτό δεν χάνεται όπως υποστηρίζουν αρκετοί συντηρητικοί οικονομολόγοι και πολιτικοί, αντίθετα, καταναλώνεται στηρίζοντας την επιβίωση των πολιτών και την κοινωνική συνοχή και στη συνέχεια επενδύεται από τις επιχειρήσεις που το εισέπραξαν.

Παράλληλα όμως με αυτές τις ενισχύσεις η κυβέρνηση πρέπει να χρηματοδοτήσει μεγάλες κρατικές επενδύσεις σε υποδομές και ενέργεια και να δημιουργήσει προϋποθέσεις ιδιωτικών επενδύσεων μέσω της περαιτέρω μείωσης της γραφειοκρατίας και της μείωσης των φόρων.

Βασική προϋπόθεση για τη βιώσιμη -μακροπρόθεσμα- ανάπτυξη είναι να απεγκλωβίσει η κυβέρνηση τις τράπεζες από τα κόκκινα δάνεια ώστε να μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν γρήγορα και φθηνά τις επιχειρήσεις. Τη στιγμή αυτή έχουμε αύξηση των καταθέσεων η οποία όμως δεν συνοδεύεται από αύξηση των δανείων προς τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Θεωρητικά οι τράπεζες, εφόσον έχουν αύξηση των καταθέσεων, θα έπρεπε να δίνουν περισσότερα δάνεια, πράγμα το οποίο στην Ελλάδα δεν συμβαίνει διότι οι τραπεζικοί είναι φοβισμένοι από τα κόκκινα δάνεια και δεν θέλουν να κατηγορηθούν ότι δημιουργούν και νέα. Έτσι το χρήμα δεν λειτουργεί προς όφελος της οικονομίας αλλά ούτε και των τραπεζών οι οποίες δεν κάνουν τη δουλειά τους. Για να ξεφύγουμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο η λύση είναι αυτή που έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος με τη δημιουργία -άμεσα- της Bad Bank που θα αναλάβει και θα διαχειριστεί όλα τα κόκκινα δάνεια ώστε να απεμπλακούν οι τράπεζες και να μπορέσουν να αναπτυχθούν.

Η καθυστέρηση της κυβέρνησης να αποδεχθεί και να υιοθετήσει αμέσως αυτή την πρόταση της κεντρικής τράπεζας είναι ακατανόητη και λειτουργεί εις βάρος της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.