Η υπερφορολόγηση απέτυχε, όπως ήταν αναμενόμενο. Τα φορολογικά έσοδα του Ιουλίου δεν μαζεύτηκαν, τα αποθέματα των δημόσιων ταμείων φαγώθηκαν, οι στόχοι δεν πιάνονται και η προοπτική ενεργοποίησης του κόφτη μοιάζει πλέον σχεδόν βέβαιη

Οταν ενεργοποιηθεί ο κόφτης των δημόσιων δαπανών θα αρχίσουν να μειώνονται οι δαπάνες του Δημοσίου – και αυτό είναι αναγκαίο και καλό. Το κακό είναι ότι με τον κόφτη οι δαπάνες θα μειώνονται με λάθος τρόπο. Θα μειώνονται οριζόντια και χωρίς σχέδιο αντί να μειωθούν με στόχευση και στο πλαίσιο μιας εξυγιαντικής πολιτικής. Δυστυχώς, ούτε αυτή η κυβέρνηση, ούτε καμία από τις προηγούμενες δεν τόλμησε να περιορίσει τις σπατάλες στο Δημόσιο, ούτε τα οφέλη των «ρετιρέ» και των «ημετέρων» της, και έτσι θα την πληρώσουν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, υψηλόμισθοι και χαμηλόμισθοι, αποδοτικοί και τεμπέληδες, έντιμοι και λαμόγια, ικανοί και ανίκανοι.

Καθώς φτάνουμε λοιπόν στο φθινόπωρο και σε μία ακόμη αξιολόγηση για να πάρουμε τη δόση μας από τους δανειστές, είναι ευκαιρία να αντιληφθούμε πώς λειτουργεί πλέον η χρηματοδότηση του Δημοσίου. Οι δανειστές, λοιπόν, εξασφαλίζουν ότι η χώρα δεν θα πτωχεύσει έναντι των ξένων δανειστών της αφού δίνουν οι ίδιοι τα λεφτά για την αποπληρωμή των δόσεων των δανείων μας. Τα λεφτά αυτά δεν μπαίνουν καν στην Ελλάδα, περνάνε από έναν ξένο λογαριασμό σε έναν άλλον και αποπληρώνουμε δάνεια δημιουργώντας νέα. Ετσι η χώρα δεν πτωχεύει προς τη διεθνή κοινότητα. Παράλληλα οι ξένοι δανειστές φροντίζουν να πληρώνουν τα χρέη του Ελληνικού Δημοσίου προς τους προμηθευτές του, για φάρμακα κ.λπ. Μάλιστα οι δανειστές έχουν διασφαλίσει ότι τα χρήματα που δίνουν για την εξόφληση των υποχρεώσεων τους Δημοσίου προς προμηθευτές θα πηγαίνουν σε αυτούς και δεν θα μπορούν να χρησιμοποιούνται από την κυβέρνηση για πληρωμή μισθών και συντάξεων. Ετσι το Ελληνικό Δημόσιο δεν πτωχεύει ούτε προς τους προμηθευτές του ιδιωτικού τομέα. Και μένει, τέλος, το βασικό κομμάτι υποχρεώσεων του Δημοσίου, που είναι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων και οι συντάξεις. Οι ξένοι δεν τα πληρώνουν αυτά και έχουν πει στην κυβέρνηση: «Αυτά πληρώστε τα μόνοι σας». Της έχουν επίσης πει «κάντε μεταρρυθμίσεις για να μειώσετε αυτά τα έξοδα διότι δεν σας φτάνουν τα λεφτά». Η ελληνική κυβέρνηση προτίμησε αντί των μεταρρυθμίσεων να βάλει υπερβολικούς φόρους. Επειδή το κουαρτέτο έβλεπε ότι οι φόροι δεν θα πληρωθούν, επέμενε και ζήταγε από την κυβέρνηση να κόψει δαπάνες. Οταν η κυβέρνηση αρνήθηκε, της πρότεινε τον κόφτη, τον οποίο η ίδια αποδέχτηκε ελπίζοντας ότι δεν θα χρειαστεί η ενεργοποίησή του ή ότι, αν χρειαστεί, αυτό θα συμβεί στη θητεία της επόμενης κυβέρνησης και έτσι δεν θα χρεωθεί το πολιτικό κόστος. Σε λίγο, λοιπόν, φτάνουμε σε αυτό το σημείο της ενεργοποίησης του κόφτη. Ισως με αυτή την κυβέρνηση, ίσως με την επόμενη. Στο ενδιάμεσο βέβαια η ελληνική οικονομία μοιάζει με πεδίο βολής, δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της διαχείρισης της χώρας από τους κρατιστές όλων των κομμάτων.

Πού είναι οι προοπτικές; Δεν ξέρει κανείς!

Οπως πολύ σωστά έγραψε ο υπεύθυνος της Νέας Δημοκρατίας για την Ανάπτυξη βουλευτής Κωστής Χατζηδάκης σε προχθεσινό άρθρο του, «δυστυχώς, ανεξαρτήτως πολιτικών προτιμήσεων, είναι δύσκολο να δει κάποιος σήμερα από πού θα προέλθει η δυναμική που θα ωθήσει τη χώρα έξω από το τέλμα».

Εχει δίκιο. Το κακό όμως είναι ότι ο συγκεκριμένος βουλευτής, εφόσον έχει αναλάβει να σχεδιάσει την αναπτυξιακή πολιτική του κόμματός του, θα έπρεπε να έχει ο ίδιος τουλάχιστον πολύ συγκεκριμένη εικόνα για το πώς θα βγει η χώρα από το τέλμα. Απ’ ό,τι ομολογεί, όμως, ούτε αυτός έχει.

Σήμερα, η έλλειψη αναπτυξιακού σχεδίου από τον κ. Χατζηδάκη δεν είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας. Θα είναι όμως αύριο αν η Ν.Δ. αναλάβει τη διακυβέρνηση.

Γιατί όμως δεν έχει σχέδιο ούτε ο κ. Χατζηδάκης; Ισως επειδή και στο δικό του κόμμα επικρατούν οι κρατιστές. Μέσα στη Νέα Δημοκρατία οι κρατιστές δίνουν τη δική τους μάχη. Οι καραμανλικοί δεν στηρίζουν τον Μητσοτάκη, διαφωνούν κάθετα μαζί του σε πολλά – δεν το δηλώνουν μεν ευθέως, αλλά δεν χάνουν ευκαιρία να το δείξουν. Οπως έλεγε χαρακτηριστικά πολύ έμπειρος πολιτικός αρθρογράφος, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. είναι τρικομματική. Το τρίτο κόμμα είναι οι καραμανλικοί που τη στηρίζουν. Και είχε δίκιο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ καλύπτει πλήρως τα λάθη αυτής του Καραμανλή και επιτίθεται εναντίον όλων των άλλων. Ο Προκόπης Παυλόπουλος, κορυφαίος υπουργός της κυβέρνησης Καραμανλή, είναι Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι καραμανλικοί βουλευτές είναι έτοιμοι να επιτεθούν στον Μητσοτάκη αντί να επιτεθούν στον Τσίπρα. Από την άλλη, ο Τσίπρας ελπίζει ότι η αυριανή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν θα κυνηγήσει τους Συριζαίους για τα λάθη τους όπως αυτός δεν κυνήγησε τους καραμανλικούς και ελπίζει ότι κάποια αλλαγή θα γίνει στη Ν.Δ. για να «κουρευτεί» ο Μητσοτάκης, ο οποίος αναμένεται ότι θα αναζητήσει τις ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ αν αναλάβει τη διακυβέρνηση.

Πολιτικά, λοιπόν, θα δούμε διάφορα «παράξενα» τους επόμενους μήνες, καθώς υπάρχει μια εικόνα σουρεαλιστική, με τον ΣΥΡΙΖΑ (και το πρώην βαθύ ΠΑΣΟΚ), τους ΑΝ.ΕΛ. και τους καραμανλικούς να στηρίζουν τον κρατισμό και από την άλλη μια συμμαχία που φαίνεται ότι διαμορφώνεται από το επίσημο ΠΑΣΟΚ, τους παπανδρεϊκούς (του Γιώργου) και το Ποτάμι να στηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις και την ευρωπαϊκή προοπτική. Αδύναμη συμμαχία, αλλά αυτή είναι.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να πάρει αποφάσεις δύσκολες για το κόμμα του, προς το παρόν όμως ακολουθεί την τακτική τού να τα έχει καλά με όλους χωρίς να υπόσχεται τίποτα σε κανέναν. Αλλωστε ο ίδιος έχει δηλώσει ότι δεν χρωστά σε κανέναν διότι κανένας βουλευτής της Ν.Δ. δεν τον στήριξε ανοιχτά στη μάχη της ηγεσίας του κόμματος (με μια-δυο εξαιρέσεις).

Ο Μητσοτάκης έχει κάνει κάτι ακόμη «σοφό»: δεν έχει υποσχεθεί στον λαό τίποτα, ούτε στους επιχειρηματίες, ούτε στους εφοπλιστές, ούτε σε κανέναν. Ολοι ελπίζουν, αλλά ο ίδιος υποσχέσεις δεν έχει δώσει και πολύ καλά κάνει, διότι δεν γνωρίζει αν μπορεί να τις υλοποιήσει. Ολα αυτά είναι σωστά, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα του δώσουν την εξουσία, διότι οι ψηφοφόροι είναι εκπαιδευμένοι να επιζητούν τις ψεύτικες υποσχέσεις και θαυμάζουν τον λαϊκισμό.

Αυτές είναι οι συνθήκες στο πολιτικό σκηνικό και μέσα σε αυτές θα πρέπει η οικονομία να βρει έναν δρόμο ανάπτυξης.

Ποιος μπορεί να είναι αυτός; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι περνάει μέσα από την αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, την αύξηση της παραγωγικότητάς του και τον περιορισμό της σπατάλης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για να μειωθούν οι φόροι θα πρέπει να μειωθούν πρώτα τα έξοδα του Προϋπολογισμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για να υπάρξει ανάπτυξη θα πρέπει να έρθουν αυτές και ότι, για να έρθουν ξένες επενδύσεις, θα πρέπει να διαμορφωθεί ένα θετικό και φιλικό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για να έρθουν επενδύσεις και για να υπάρξει ανάπτυξη πρέπει να μειωθούν η γραφειοκρατία, που εμποδίζει την επιχειρηματικότητα, και η διαφθορά στο Δημόσιο, που αυξάνει το κόστος, του επιχειρείν. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι για να διατηρηθούν τα δημόσια έσοδα σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο και να μην πνιγεί η οικονομία από τους φόρους πρέπει να συλληφθεί η φοροδιαφυγή αντί να επιβαρύνονται με αυξημένους φόρους οι έντιμοι φορολογούμενοι και οι επιχειρήσεις. Ολα αυτά είναι γνωστά, κι όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν τα κάνουν είτε επειδή δεν θέλουν, είτε επειδή δεν μπορούν. Επειδή δεν τα κάνουν βρισκόμαστε σ’ αυτή την τρισάθλια -χωρίς προοπτική- κατάσταση και θα βρεθούμε σε ακόμη χειρότερη.
Θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να τα κάνει; Οπως αποδείχτηκε, όχι.

Θα μπορέσει η Ν.Δ. του Μητσοτάκη (αν ξεπεράσει το πρόβλημα με τους καραμανλικούς) να τα κάνει; Με στηρίγματα από ΠΑΣΟΚ, Βενιζέλο, Ποτάμι, Παπανδρέου, ίσως.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτά είναι που πρέπει να γίνουν, διάθεση δεν υπάρχει και η κυβέρνηση από εδώ και πέρα, όπως όλα δείχνουν, θα κινείται ολοένα περισσότερο προς τον λαϊκισμό και την πόλωση παρά προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων. Το μαρτύριο παρατείνεται.