Ο οικονομικός κίνδυνος δεν είναι ο μόνος αυτή τη στιγμή, έχει προστεθεί και ο γεωπολιτικός. Η λύση και των δύο θα βρεθεί μέσα στο καλοκαίρι και πιθανόν να μην είναι αυτή που θέλουμε. Αν κρίνει κανείς από την αδιαφορία του ΝΑΤΟ για τις τουρκικές παραβιάσεις που έχουν αυξηθεί τις τελευταίες εβδομάδες, η ισορροπία των σχέσεών μας με την Τουρκία βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Ο νατοϊκός στόλος βρίσκεται στη θάλασσα ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, αλλά τα τούρκικα πολεμικά μπαινοβγαίνουν στα ελληνικά χωρικά ύδατα προσπαθώντας να θέσουν σε αμφισβήτηση τις Οινούσσες. Το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό τους απωθεί ειρηνικά (χωρίς χρήση όπλων) και αυτοί επανέρχονται όπως ακριβώς γίνεται και με τις συνεχείς αεροπορικές παραβιάσεις. Εχουμε δηλαδή μεταξύ δύο χωρών-μελών του ΝΑΤΟ μια διαμάχη όπου η Τουρκία είναι ο επιτιθέμενος και η Ελλάδα αμύνεται, ενώ το ΝΑΤΟ κάνει την πάπια.

Οπως λέει έμπειρος πολιτικός αναλυτής, «αυτό θυμίζει τους καβγάδες του σχολείου που όταν τσακώνονται δυο συμμαθητές μας, εμείς κρατάμε αυτόν του συμπαθούμε λιγότερο προσποιούμενοι ότι προσπαθούμε να τους χωρίσουμε, αλλά ο “δικός μας” ρίχνει μερικές πριν σταματήσει ο καβγάς». Ετσι μοιάζει η συμπεριφορά του ΝΑΤΟ στην περίπτωση Ελλάδας – Τουρκίας.

Πώς διαμορφώνεται λοιπόν το πολιτικό σκηνικό μετά από όλα αυτά;

Κατ’ αρχάς, έμπειροι πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση δεν θα πάει σε εκλογές επειδή γνωρίζει ότι θα τις χάσει. «Κανένα κόμμα δεν πηγαίνει σε εκλογές όταν ξέρει ότι θα τις χάσει», λέει ένας από τους εμπειρότερους πολιτικούς αναλυτές. «Μόνο ο Καραμανλής πήγε επειδή ήξερε ότι έρχεται μεγάλη φουρτούνα και ήθελε να την κοπανήσει. Μπορεί να το κάνει και ο Τσίπρας, αλλά είναι μάλλον απίθανο. Το πιθανότερο είναι ότι θα φύγει με αφορμή κάποιο θερμό επεισόδιο και με εθνική ήττα», συνεχίζει.

Αλλοι πολιτικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι στην κυβέρνηση έχει ήδη ξεκινήσει από καιρό μια συζήτηση για το ενδεχόμενο εκλογών προκειμένου να διασωθεί έστω και κάτι από την «Αριστερά». Οι υποστηρικτές της άποψης αυτή λένε ότι πρέπει να γίνουν πρόωρες εκλογές, ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να υπογράψει τη συμφωνία, αλλά να πει ότι διαφωνεί και να πάει σε εκλογές στις οποίες ακόμη και αν χάσει θα παραμείνει με ένα αξιοπρεπές ποσοστό αξιωματική αντιπολίτευση για να επανέλθει στο μέλλον. Το σενάριο αυτό, παρόλο που είναι λογικοφανές, δεν λαμβάνει υπόψη του τον ίδιο τον Τσίπρα, ο οποίος γνωρίζει ότι αν χάσει τις εκλογές θα χάσει και την ηγεσία του κόμματος. Οι δικοί του θα του ρίξουν όλη την ευθύνη για τη συνεργασία με τους ΑΝ.ΕΛ., για τη διαστρέβλωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, για την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας, για την υπογραφή του μνημονίου, για την ανικανότητα διοίκησης, ακόμη και για σκάνδαλα. Και επειδή το προσωπικό συμφέρον του πρωθυπουργού δεν εξυπηρετείται από αυτό το σενάριο, μάλλον θα θελήσει να αποφύγει τις εκλογές. Κάποια στιγμή βέβαια, ίσως το καλοκαίρι, ίσως το φθινόπωρο, θα αναγκαστεί εξαιτίας της φθοράς ή της πίεσης να πάει σε εκλογές. Σε αυτές λοιπόν θα έχουμε μερικά νέα χαρακτηριστικά, που δεν υπήρχαν στο παρελθόν, ούτε καν στις τελευταίες εκλογές.

Κατ’ αρχάς, δεν θα υπάρχει πλέον η διαμάχη μνημονιακών – αντιμνημονιακών, αφού η κυβέρνηση των δήθεν αντιμνημονιακών υπέγραψε μνημόνιο, ενώ ίσως μέχρι τις εκλογές να υπογράψει και άλλα μνημόνια. Αντιμνημονιακοί παραμένουν μόνο το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή, κόμματα ακραία που δεν αναμένεται να αυξήσουν την εκλογική τους δύναμη. Αρα το μνημονιακός – αντιμνημονιακός δεν παίζει πια ρόλο στις εκλογές. Στις προηγούμενες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ακόμη μνημονιακός. Δεύτερον, δεν υπάρχουν οι ταμπέλες «δεξιός» και «αριστερός». Οι κυβερνήσεις συνεργασίας ΠΑΣΟΚ – Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. κατήργησαν τις ταμπέλες οι οποίες καθόρισαν το πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας από τον Εμφύλιο μέχρι σήμερα. Τελειώσαμε δηλαδή με Δεξιά και Αριστερά.

Τι θα ψηφίσουμε λοιπόν; Με βάση ποιο κριτήριο θα διαλέξουν οι ψηφοφόροι; Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη. Πολλοί ψηφοφόροι θα απέχουν από τις επόμενες εκλογές δηλώνοντας αηδιασμένοι και απογοητευμένοι από όλους. Αυτό που μπορεί να αποτελέσει όμως μια λογική εκτίμηση είναι ότι από αυτούς που θα ψηφίσουν πολλοί θα διαλέξουν με βάση την εκτίμησή τους για το ποιος είναι ο καλύτερος διαχειριστής της κατάστασης, ποιος θα μας βγάλει πιο γρήγορα από την κρίση, ποιος μπορεί να φέρει ταχύτερα την ανάπτυξη και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, ποιος μπορεί να μειώσει τους φόρους. Με βάση αυτό το κριτήριο η απάντηση θα είναι ο Μητσοτάκης, διότι ο Τσίπρας απέδειξε ότι αυξάνει τους φόρους και δεν φέρνει αποτέλεσμα. Ενα άλλο κριτήριο είναι το ποιος λέει αλήθεια. Εδώ ο Τσίπρας χάνει από μόνος του διότι έχει πει πάρα πολλά ψέματα. Από το «σκίζουμε το μνημόνιο» μέχρι την απίστευτη διαστρέβλωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του καλοκαιριού, ο Τσίπρας κατηγορείται από όλους ως ψεύτης. Και αυτό θα μετρήσει πολύ στις εκλογές.

Από την άλλη μεριά ο Μητσοτάκης δεν έχει πείσει ότι είναι «το νέο», πάρα πολλοί ψηφοφόροι θεωρούν ότι θα είναι ένα πισωγύρισμα η επάνοδος της Ν.Δ. στην εξουσία, αλλά αυτή την πεποίθησή τους δεν τη μετατρέπουν πια σε ψήφο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ισως κάποιοι να επιστρέψουν στο ΠΑΣΟΚ, θεωρώντας ότι έχει στελέχη που γνωρίζουν από διαχείριση, ότι είναι λιγότερο κοινωνικά ανάλγητο από τη Ν.Δ., ότι είναι κόμμα του «προοδευτικού» χώρου και ότι έχει ξεκαθαρίσει μετά τη συρρίκνωσή του στις προηγούμενες εκλογές. Ισως λοιπόν η εκλογική δύναμη του ΠΑΣΟΚ ανέβει – κόντρα στις σημερινές εκτιμήσεις των δημοσκοπήσεων.

Σε κάθε περίπτωση, η επόμενη κυβέρνηση θα είναι μάλλον κυβέρνηση συνεργασίας. Ακόμη και αν ο Μητσοτάκης μπορεί να διαμορφώσει μια αυτοδύναμη κυβέρνηση, καλό θα είναι για τον ίδιο και τη χώρα να φτιάξει μια κυβέρνηση με στελέχη από περισσότερα κόμματα, να συμπεριλάβει δηλαδή και στελέχη του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού (ανεξαρτήτως αν θα μπει στη Βουλή) αλλά και εξωκοινοβουλευτικά στελέχη μεγάλου κύρους από άλλους χώρους. Αυτό πρέπει να το κάνει ακόμη και αν χρειαστεί τα στελέχη των άλλων κομμάτων που θα επιλέξει να ανεξαρτητοποιηθούν προσωρινά από τα κόμματά τους. Ετσι θα δώσει ένα μήνυμα ότι τελείωσε η εποχή των «κομματικών» κυβερνήσεων, ότι πράγματι φέρνει κάτι νέο στην πολιτική σκηνή και ότι όντως πιστεύει στην αξιοκρατία. Παράλληλα χρειάζεται να το κάνει διότι έχει ανάγκη τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση για να περάσει τα μέτρα που αναγκαστικά θα κληθεί να περάσει και τα οποία θα αφορούν τη μείωση του μεγέθους του Δημοσίου.

Μην έχουμε καμία αμφιβολία ότι μόνο ο περιορισμός του μεγέθους του Δημοσίου και συνακόλουθα των δαπανών του μπορεί να μας βγάλει από αυτή την κρίση. Ο εν λόγω περιορισμός είναι αυτός που θα επιτρέψει την ταχύτερη ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα διότι αφενός θα αρθούν τα εμπόδια που δημιουργεί η γραφειοκρατία και αφετέρου θα μειωθούν σταδιακά οι ανάγκες για τόσο υψηλούς φόρους.

Ολα αυτά που περιγράφονται παραπάνω είναι σενάρια και τα σενάρια ποτέ δεν είναι βέβαιο ότι θα υλοποιηθούν. Καθ οδόν, όλα μπορούν να ανατραπούν, ιδιαίτερα όταν συνδέονται με διεθνείς εξελίξεις και δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από τα εγχώρια ζητήματα. Είναι όμως σενάρια που λογικά δεν μπορούν να αποκλειστούν.