Και το πρόβλημα είναι ότι ουδείς γνωρίζει πώς επηρεάζεται η λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος ελεύθερης οικονομίας με αρνητικά επιτόκια. Ακόμη χειρότερα, δεν υπάρχει καμία οικονομική θεωρία που να καλύπτει αυτή την κατάσταση και να εξετάζει όλες τις επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία. Υπάρχουν βέβαια υποθέσεις σε διάφορες οικονομικές θεωρίες που εξετάζουν κάποιες παρόμοιες καταστάσεις κατά περίπτωση, αλλά πλέον ο δυτικός κόσμος ταξιδεύει σε αχαρτογράφητα νερά.

Αρνητικά επιτόκια με απλά λόγια σημαίνουν ότι ο καταθέτης όχι μόνο δεν εισπράττει τόκο για την κατάθεσή του, αλλά αντίθετα πρέπει να πληρώσει τις τράπεζες για να του φυλάξουν τα λεφτά. Και αυτό επηρεάζει και όλες τις άλλες αποδόσεις μειωτικά. Αν η κατάθεση στην τράπεζα κοστίζει, η απαιτούμενη από τους επενδυτές απόδοση των μετοχών είναι χαμηλότερη από αυτή που θα ήταν αν το επιτόκιο κατάθεσης ήταν υψηλό. Και αυτό διότι ο μέτοχος είναι ευχαριστημένος να πάρει κάτι, έστω και μικρό ποσοστό απόδοσης από τις μετοχές, παρά να του τρώει τα λεφτά η τράπεζα για φύλαξη.

Τα αρνητικά επιτόκια, όμως, οφείλονται στην υπερβάλλουσα ρευστότητα της οικονομίας. Δηλαδή στο γεγονός ότι υπάρχουν περισσότερα χρήματα απ’ όσα χρειάζεται η οικονομία για να χρηματοδοτηθεί, συνεπώς οι τράπεζες δεν έχουν σε ποιον να δανείσουν χρήματα.

Στην Ελλάδα το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές. Οι τράπεζες παρακαλάνε για να δανείσουν τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, αυτές που δεν χρειάζονται δάνεια. Και επειδή δεν θέλουν να πάρουν κανένα ρίσκο, αρνούνται να δανείσουν μικρότερες επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που χρειάζονται δάνεια, ακόμη κι αν τα business plans τους είναι καλά. Οι τράπεζες, λοιπόν, δεν διεκδικούν τις καταθέσεις και δεν ανταγωνίζονται στα δάνεια. Υπό μια έννοια έχουν βγει από το παιχνίδι της οικονομίας. Και θα βγουν ακόμη περισσότερο όσο φοβούνται να πάρουν ρίσκα με πιο αβέβαιες χρηματοδοτήσεις, διότι οι μεγάλες επιχειρήσεις στις οποίες θέλουν να δώσουν δάνεια ζητάνε να πληρώνουν σχεδόν μηδενικά επιτόκια για να δεχτούν την προσφορά των τραπεζών.

Πάρτε, για παράδειγμα, τον ΟΤΕ και άλλες μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που εκδίδουν ευρωομόλογα με επιτόκιο κάτω από 1%, ενώ το τραπεζικό επιτόκιο με το οποίο θα δανείζονταν θα ήταν μεγαλύτερο από 2%. Την ίδια τακτική έχουν υιοθετήσει και πολλές άλλες μεγάλες επιχειρήσεις. Υπάρχει και δεύτερο παράδειγμα. Μεγάλος Ελληνας εφοπλιστής ζήτησε από ελληνική τράπεζα να του μειώσει κατά μισή μονάδα το επιτόκιο σε υφιστάμενο δάνειό του, ύψους 100 εκατ., θεωρώντας ότι εφόσον τα επιτόκια πέφτουν δικαιούται αναπροσαρμογή του επιτοκίου του και ο ίδιος. Η τράπεζα αρνήθηκε να μειώσει το επιτόκιο και την ίδια ημέρα ο εφοπλιστής τής έστειλε 100 εκατ. και έκλεισε το δάνειο. Η τράπεζα έχασε. Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν πόσο μεγάλη ρευστότητα υπάρχει παγκοσμίως και πόσο εύκολο είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις να βρουν πολύ φθηνά δάνεια – είτε από τις τράπεζες είτε από τις κεφαλαιαγορές. Και εξηγούν και γιατί οι τράπεζες χάνουν μερίδιο από τις χρηματοδοτήσεις και αν δεν ασχοληθούν με αυτές τις μικρότερες επιχειρήσεις που χρειάζονται δάνεια και δεν τις δανείσουν στηριζόμενες στις προοπτικές του επιχειρηματικού τους σχεδίου, σύντομα θα βρεθούν χωρίς αντικείμενο.

Τα αρνητικά επιτόκια αλλάζουν τα πάντα και δεν υπάρχει θεωρητική απάντηση για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση για να εξομαλύνουμε τη λειτουργία της οικονομίας.

Η απάντηση, όπως διαφαίνεται από τους θεωρητικούς οικονομολόγους αλλά και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είναι μία: ταχεία επιστροφή στον Κέινς. Δηλαδή στις δημόσιες επενδύσεις. Εργα υποδομής σε κατασκευές, ενέργεια, τεχνολογία, υποδομές κάθε είδους. Τα κράτη θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη των οικονομιών αυξάνοντας τις δημόσιες επενδύσεις και δίνοντας χρήμα στις επιχειρήσεις για να τις υλοποιήσουν. Το χρήμα αυτό θα φέρει οικονομική ανάπτυξη, αύξηση της απασχόλησης και λίγο πληθωρισμό και θα επαναφέρει τη λειτουργία της οικονομίας σε οικείο περιβάλλον.

Ολα αυτά όμως προς το παρόν κολλάνε στην επικρατούσα λογική Μέρκελ και Σόιμπλε, οι οποίοι, προσκολλημένοι σε πολιτικές λιτότητας, αρνούνται να απελευθερώσουν τις υπόλοιπες, πιο δεκτικές σε δημόσιες επενδύσεις, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ώστε να υλοποιήσουν τις απαιτούμενες επενδύσεις σε υποδομές. Μέχρι λοιπόν να δούμε μια αλλαγή στην ευρωπαϊκή πολιτική και μια γενικευμένη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, οι οικονομίες θα βρίσκονται σε κατάσταση δυσλειτουργίας. Και για να εκνευρίσω τους προσωπικούς φίλους μου και τους φίλους της στήλης, που ούτε θέλουν να ακούνε το όνομά του, τη λύση την είχε δώσει ο Ανδρέας Παπανδρέου με το περίφημο «Φυγή προς τα εμπρός»… με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.