Συγκεκριμένα, ενοχλεί δύο κατηγορίες ανθρώπων: αυτούς που έχουν συνηθίσει να πληρώνουν μόνο με μετρητά θεωρώντας τη χρήση χρεωστικής κάρτας δύσκολη -και είναι κυρίως ηλικιωμένοι- και αυτούς που θέλουν να γλιτώσουν τον ΦΠΑ. Από την άλλη, ενοχλεί και κάποιους εμπόρους που θέλουν να αποφύγουν τον φόρο και οι οποίοι «κάνουν έκπτωση» τον ΦΠΑ σε περίπτωση μετρητών, κλέβοντας όμως ένα μέρος του διότι δεν τον αφαιρούν όλο. Αυτοί εισπράττουν το σύνολο της λιανικής τιμής του προϊόντος και κάτι παραπάνω από το μέρος του ΦΠΑ που χρεώνουν και αποφεύγουν και τον φόρο επί των κερδών της επιχείρησής τους, είναι δηλαδή εξαιρετικά ευνοημένοι. Πέραν αυτών, όμως, ο καταναλωτής δεν ευνοείται ιδιαίτερα, διότι αποφεύγει μεν μέρος του ΦΠΑ, αλλά πριμοδοτεί τη φοροδιαφυγή, την οποία στη συνέχεια πληρώνει με τους αυξημένους φόρους εισοδήματός του.

Ολα αυτά συμβαίνουν μέσω των συναλλαγών σε μετρητά. Συνεπώς, η απόφαση του Σταϊκούρα να περιορίσει το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο στη χρήση μετρητών θα περιορίσει τη φοροδιαφυγή. Από την άλλη μεριά, ο περιορισμός στη χρήση μετρητών έχει νόημα αν ελέγχεται η πραγματοποίηση της συναλλαγής. Αν η συναλλαγή αυτή δεν εμφανίζεται πουθενά, καμία επίπτωση δεν έχει το μέτρο στη σύλληψη της φοροδιαφυγής. Συνεπώς ο φορολογικός έλεγχος των εμπορευμάτων που διακινούνται είναι αναγκαίος ανεξαρτήτως του ποσού των μετρητών.

Η φοροδιαφυγή είναι μια τέχνη παγκοσμίως γνωστή, αλλά οι Ελληνες είναι μετρ σε αυτή. Κι αυτό διότι οι καταναλωτές δεν έχουν φορολογική συνείδηση. Συνωμοτούν με τους εμπόρους-φοροφυγάδες εις βάρος του κράτους για να έχουν αμοιβαίο όφελος. Συν το γεγονός ότι «μισούν» την Εφορία και τον κρατικό μηχανισμό συνολικά – και δικαίως. Το ελληνικό κράτος λειτουργεί πάντα εναντίον του πολίτη. Η γραφειοκρατία του Δημοσίου λειτουργεί πάντα εις βάρος του πολίτη, οι δημόσιοι υπάλληλοι ασκούν μια αποτρόπαιη εξουσία εις βάρος όλων, και αυτό έχει τη βάση του αφενός σε ιστορικούς λόγους και αφετέρου στην αλόγιστη σπατάλη του κράτους, η οποία απαιτεί συνεχώς μεγαλύτερα έσοδα για να συντηρηθεί. Τα αναγκαία για τη συντήρηση της τερατώδους ελληνικής γραφειοκρατίας τα πληρώνουν οι πολίτες με τους φόρους τους, συνεπώς είναι λογικό ο κάθε δημόσιος υπάλληλος να βλέπει και να αντιμετωπίζει τον πολίτη ως ένα υποκείμενο το οποίο του πληρώνει τον μισθό και το όποιο επίπεδο της ευημερίας του. Και καθώς δεν υπάρχει ούτε αξιολόγηση ούτε ενδεχόμενο απόλυσης ή έστω υποβιβασμού του δημοσίου υπαλλήλου, εξαντλεί την αυθαιρεσία του και την όποια ισχύ του στα έρμα τα ζωντανά – στους πολίτες. Για να διορθωθεί η κατάσταση είναι αναγκαία η κατάργηση των μετρητών ή έστω ο περιορισμός της χρήσης τους στο ελάχιστο. Οχι στα 50 ευρώ ανά συναλλαγή, αλλά στα 20 ή στα 10.

Η τεχνολογία επιτρέπει την πληρωμή όλων των συναλλαγών ηλεκτρονικά, όχι μόνο μέσω πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, αλλά και απευθείας μέσω κινητού. Οσοι έχουν ταξιδέψει πρόσφατα στην Κίνα μάς λένε ότι εκεί δεν υπάρχουν καν χρεωστικές κάρτες. Πάει η γιαγιά στο σούπερ μάρκετ να αγοράσει ένα πακετάκι νουντλς και πληρώνει με το κινητό.

Το ζήτημα βέβαια εδώ είναι ότι αν καταργηθούν τα μετρητά πώς θα γλιτώνουμε τον ΦΠΑ; Δεν θα τον γλιτώνουμε – κι αυτό είναι κακό διότι ο ΦΠΑ είναι εξωφρενικά υψηλός. Κάθε προϊόν που επιβαρύνεται με 24% ΦΠΑ σημαίνει ότι αντί να πάρουμε πέντε κομμάτια, πληρώνουμε πέντε και παίρνουμε τέσσερα. Το πέμπτο το κάνουμε δώρο σε έναν δημόσιο υπάλληλο.

Ο φόρος που μαζεύει το κράτος από τον συνδυασμό έμμεσων φόρων, όπως ο ΦΠΑ, και άμεσων, όπως ο φόρος εισοδήματος, είναι εξαιρετικά υψηλός. Στερεί από τους πολίτες σχεδόν το μισό του ετήσιου εισοδήματός τους και αποκλείει τελικά την αποταμίευση έστω και ενός μικρού ποσού ετησίως. Με λίγα λόγια, η μείωση του ΦΠΑ είναι αναγκαίο μέτρο για να περιοριστεί η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα. παράλληλα με τη σταδιακή κατάργηση των μετρητών. Αυτή εξάλλου είναι και η παγκόσμια τάση τώρα, και έχει γίνει απολύτως εφικτή μέσω της τεχνολογίας.

Για να γίνουν όμως όλα αυτά, προϋπόθεση τελικά είναι η μείωση του κόστους του Δημοσίου. πράγμα που επίσης είναι εφικτό μέσω της διεύρυνσης της χρήσης της τεχνολογίας. Γι’ αυτό, όταν ανέλαβε το πόστο του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης ο κ. Κυριάκος Πιερρακάκης όλοι ελπίσαμε ότι κάτι θα γίνει. Δυστυχώς, αρκετούς μήνες πλέον μετά την ανάληψη του υπουργείου του δεν έχουμε δει ακόμη κάτι εντυπωσιακό. Δεν έχουμε καν δει κάποια πρόοδο στις σχέσεις Δημοσίου και πολιτών. Δεν γνωρίζουμε αν οι αντιδράσεις της γραφειοκρατίας είναι τόσο ισχυρές που εμποδίζουν τον κ. Πιερρακάκη να μας εντυπωσιάσει, αλλά ό,τι και αν φταίει ο καιρός περνάει και πρόοδος δεν υπάρχει. Και αν λάβουμε υπόψη τις δηλώσεις Μητσοτάκη περί αξιολόγησης του έργου των υπουργών του κάθε έξι μήνες, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ήδη βρίσκονται στην κυβέρνηση πέντε μήνες.

Πρέπει λοιπόν να επιταχύνουν. Διότι το πάρτυ της αισιοδοξίας που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2019 και μας έφερε μέχρι εδώ αισιοδοξώντας δεν θα συνεχιστεί με την ίδια ένταση μετά την Πρωτοχρονιά του 2020.