Για να θυμηθούμε τα παλιά και να ξεφύγουμε λίγο από την απαισιοδοξία, ξεκινάω αυτό το άρθρο επισημαίνοντας ότι σήμερα το καλύτερο ίσως business plan που μπορεί να υπάρξει στην Ελλάδα είναι η ίδρυση μιας νέας τράπεζας. Αυτό θα έκανε καλό στην οικονομία και θα έβγαζε πολλά κέρδη για τους επενδυτές που θα τολμούσαν να συμμετάσχουν στο εγχείρημα. Το τραπεζικό σύστημα πάσχει από έλλειψη χρήματος και από τα κόκκινα δάνεια και δεν χρηματοδοτεί την οικονομία. Μια νέα τράπεζα, όμως, δεν θα έχει τέτοια προβλήματα. Ο ανταγωνισμός που θα αντιμετωπίσει θα είναι αδύναμος και τα κεφάλαια που απαιτούνται δεν είναι εξωφρενικά – μόνο 18 εκατ. ευρώ για την άδεια. Και, το σημαντικότερο, υπάρχει πλήθος λαμπρών τραπεζιτών και έμπειρων στελεχών για να στελεχώσουν μια νέα τράπεζα. Αυτά ως εισαγωγή για τους επίδοξους επενδυτές και να θυμίσω την πρόταση του καθηγητή Γιάννη Τσαμουργκέλη ότι πρέπει να ιδρυθούν στην Ελλάδα πολλές νέες μη συστημικές τράπεζες αν θέλουμε να χρηματοδοτηθεί η οικονομία. Το ερώτημα είναι -αν υποθέσουμε ότι κατατίθεται στην Τράπεζα της Ελλάδος ένα αίτημα από τους καλύτερους τραπεζίτες της χώρας, με κεφάλαια εφοπλιστών και επιχειρηματιών και μάλιστα πολύ περισσότερα από 18 εκατ.- αν η κυβέρνηση θα ευλογήσει την ίδρυσή της και αν η Τράπεζα της Ελλάδος και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα δώσουν άδεια ή όχι και γιατί.

Θα μου πείτε, ποιος τολμάει τώρα να επενδύσει στην Ελλάδα με την πολιτική αβεβαιότητα και την κρατικοδίαιτη νοοτροπία, ποιος ξέρει αν τελικά αυτή η κυβέρνηση θα μας οδηγήσει σε Grexit, ποιος ξέρει τι νέους φόρους θα σκαρφιστεί για να αποφύγει τις μεταρρυθμίσεις και να διατηρήσει το μεγάλο Δημόσιο; Κανείς δεν ξέρει, είναι η αλήθεια, αλλά αν ξεπεράσουμε τον πανικό που προκαλούν η ασχετοσύνη και η ιδεοληψία της σημερινής κυβέρνησης μπορούμε να δούμε μερικές θετικές προοπτικές. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, μια νέα αγγλική τράπεζα με ελληνική διοίκηση είναι ήδη στα σκαριά και ετοιμάζει την αγορά της άδειας μιας ξένης τράπεζας που έχει ήδη φύγει από την Ελλάδα.

Πού βρισκόμαστε, όμως, σήμερα;

Το «δράμα» το οποίο ξαναστήνει η κυβέρνηση με τη διαπραγμάτευση έχει, σύμφωνα με τους πολιτικούς αναλυτές, δύο στόχους: πρώτον, να πειστούν όλοι οι βουλευτές που στηρίζουν την κυβέρνηση να ψηφίσουν τα μέτρα και, δεύτερον, να θεωρήσουν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ ότι η κυβέρνηση το πάλεψε. Σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις των πολιτικών αναλυτών, αμφότεροι οι στόχοι θα επιτευχθούν, θα υπάρξει τελικά συμφωνία και τα μέτρα θα ψηφιστούν και από τους 153 βουλευτές. Παράλληλα βέβαια υπάρχουν και ενδιάμεσοι στόχοι που εδράζονται στην ιδεολογία της κυβέρνησης, όπως η διατήρηση όσο το δυνατόν περισσότερων προνομίων για τον δημόσιο τομέα, η αύξηση των φόρων αντί για την περικοπή των δαπανών, η στοχοποίηση των «αστών» κ.ά.

Υπάρχει και η άλλη όψη των πραγμάτων, την οποία υποστηρίζουν ορισμένοι άλλοι αναλυτές, ότι δηλαδή η κυβέρνηση θα επιλέξει τη σύγκρουση και θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές ώστε αφενός να χρεώσει με τα μέτρα την επόμενη κυβέρνηση και αφετέρου να διατηρήσει ένα υψηλό ποσοστό ως δεύτερο κόμμα για να επανέλθει σύντομα όταν η οργή των πολιτών για τα σκληρά μέτρα θα εξασθενήσει τους επόμενους.

Μια παραλλαγή αυτής της θεωρίας είναι ότι η κυβέρνηση τελικά έχει αποφασίσει πως το Grexit είναι η μόνη λύση και θα το επαναφέρει στο τραπέζι με ένα δημοψήφισμα στο οποίο ο ταλαιπωρημένος πολίτης θα επιλέξει τη δραχμή, απαλλάσσοντας τους κυβερνώντες από τις ποινικές ευθύνες μιας εξόδου από την Ευρωζώνη. Αληθοφανείς θεωρίες είναι αυτές και ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι σου ξημερώνει σε αυτή τη χώρα, με αυτούς τους πολιτικούς, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα υπάρξει μια συμφωνία προκειμένου η κυβέρνηση να παραμείνει στην εξουσία από την οποία έχει γλυκαθεί, ελπίζοντας ότι σταδιακά η οικονομία θα συνέλθει και θα καταφέρει σύντομα να εισπράξει κάποιο πολιτικό όφελος ή τουλάχιστον να σταματήσει η κατρακύλα της στις δημοσκοπήσεις. Εδώ είναι και το κρίσιμο ερώτημα: μπορεί η οικονομία να συνέλθει αν τελικά περάσουν τα μέτρα και αξιολογηθούμε θετικά από τους δανειστές;

Σύμφωνα με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, η οικονομία θα συνέλθει. Ο κ. Στουρνάρας θεωρεί ότι εφόσον ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, η Ελλάδα θα καταφέρει να ενταχθεί στα μέτρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας περί ποσοτικής χαλάρωσης και να εξασφαλίσει αύξηση της ρευστότητας στην οικονομία κατά 6-7 δισ. ευρώ και μείωση των επιτοκίων με τα οποία δανείζονται οι τράπεζες από την ΕΚΤ, κάτι που θα τους φέρει κερδοφορία 350-400 εκατ. ευρώ φέτος.

Η αύξηση της ρευστότητας θα δώσει μια πρώτη γερή ανάσα στην οικονομία και θα απελευθερώσει τη δυνατότητα ορισμένων χρηματοδοτήσεων – σε αυτή την υπόθεση στηρίζεται και η αισιοδοξία (του πάντα αισιόδοξου βέβαια) Στουρνάρα ότι η οικονομία θα αρχίσει να συνέρχεται. Βέβαια αυτά δεν αρκούν διότι για να συνέλθει η οικονομία πραγματικά και να μπει σε ρυθμό ανάπτυξης χρειάζεται να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών, Ελλήνων και ξένων, ώστε να αρχίσουν να επενδύουν και να προσφέρουν απασχόληση προκειμένου να μειωθεί η ανεργία, εξέλιξη που απαιτεί μεγάλες βελτιώσεις και στο φορολογικό σύστημα και στον περιορισμό της γραφειοκρατίας και, φυσικά, πολιτική σταθερότητα. Επειδή όμως όλα αυτά μοιάζουν σήμερα σχετικά ανέφικτα, η αύξηση της ρευστότητας είναι μια καλή αρχή, ενώ και η έναρξη χρηματοδότησης της οικονομίας από τις τράπεζες είναι απαραίτητη. Η βελτίωση της κατάστασης θα ξεκινήσει με την αξιολόγηση. Αν όμως δεν υπάρξει συμφωνία με τους δανειστές, δεν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και επιβεβαιωθούν αυτοί που βλέπουν εκλογές και Grexit, θα μπούμε ξανά σε μεγάλη περιπέτεια, με θύματα για ακόμα μία φορά την οικονομία και τους πολίτες.