Κι ας είχε προϋπάρξει βουλευτής ήδη από την προδικτατορική περίοδο. Φυλακίστηκε, εξορίστηκε και βασανίστηκε –ο ίδιος και μέλη της οικογένειας του-, επειδή οι παράφρονες που είχαν σφετεριστεί την εξουσία δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι ένας γενναίος στρατιωτικός που πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο και στη Μέση Ανατολή κατά της φασιστικής και ναζιστικής κατοχής μπορούσε να υπερασπίζεται με την ίδια γενναιότητα και με το ίδιο αίσθημα καθήκοντος και τη Δημοκρατία που είχε καταλυθεί.
  
Πολιτευόταν για περισσότερο από 40 χρόνια και εκλέχθηκε επανειλημμένα βουλευτής στη μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια, χωρίς να διακριθεί επειδή ακολούθησε την πεπατημένη του ψηφοθήρα πολιτευτή που διόριζε τους φίλους του στο δημόσιο. Μεσουράνησε πολιτικά την πρώτη οκταετία της διακυβέρνησης της χώρας του ΠΑΣΟΚ και κανείς από τους πολιτικούς αντιπάλους του, με τους οποίους δεν δίσταζε να συγκρουστεί, δεν επεχείρησε να του προσάψει το παραμικρό που να πλήττει το κύρος και την αξιοπρέπεια με την οποία πορεύθηκε στη μακρά διάρκεια της πολιτικής διαδρομής του.
  
Ακόμη και η θητεία του στο πολύπαθο υπουργείο Εθνικής Άμυνας υπήρξε ανεπίληπτη και δεν τη σκίασαν ούτε καν υποψίες σκανδάλων που να συνδέονται με το πρόσωπό του. Δεν σίτισε ούτε τότε, όπως ούτε και νωρίτερα που ως υπουργός Εξωτερικών διαχειριζόταν «μυστικά κονδύλια», image makers ή «δημοσιογράφους» για να δει το όνομα του στις παραπολιτικές στήλες των εφημερίδων, από τις οποίες η απουσία τους ήταν άκρως χαρακτηριστική.
  
Αντιμετώπισε με στωική δωρικότητα το προκλητικό «προσπέρασμα» του Μένιου Κουτσόγιωργα όταν ως αντιπρόεδροι της κυβέρνησης –και έχοντας εκείνος το τυπικό προβάδισμα- εισήλθαν στη αίθουσα που γίνονταν τα εγκαίνια της ΔΕΘ, το φθινόπωρο του 1988, για να εκπροσωπήσουν τον ασθενή πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου που χειρουργείτο στο Χέρφιλντ. Και όταν αργότερα σχεδόν το «όλο ΠΑΣΟΚ» συνωστιζόταν στην Εκάλη για να αποκτήσει την εύνοια του νέου κύκλου επιρροής που περιστοίχιζε τον Ανδρέα Παπανδρέου, εκείνος -ο πιστότερος, ίσως, «ανδρεϊκός»- ήταν από τους ελάχιστους που έμειναν, οικεία βουλήσει, μακριά.
  
Χωρίς παρασκηνιακές κινήσεις ή τυμπανοκρουσίες, διεκδίκησε την πρωθυπουργία, το 1996, ακολουθώντας την προτροπή φίλων του στην κοινοβουλευτική ομάδα και, παρότι ήξερε έναν προς έναν τους άλλους δέκα που τον ψήφισαν, δεν διαπραγματεύτηκε αυτή τη μικρή, έστω, επιρροή που διέθετε με τους ανθυποψηφίους του. Αποδέχθηκε, χωρίς δημόσια πικρία, το αποτέλεσμα, όπως και το γεγονός ότι η νέα κομματική ηγεσία στο ΠΑΣΟΚ μοίραζε θώκους και αξιώματα σε όσους ήλεγχαν εσωτερικούς μηχανισμούς ή είχαν τρόπους να πιέζουν.
Λιτός και ευθυτενής σε όλα του, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική δράση, το έκανε, πριν από δέκα χρόνια, χωρίς μεμψιμοιρίες και περιοριζόμενος σε μια και μόνη νουθεσία: «να επιστρέψει το ΠΑΣΟΚ στις σοσιαλιστικές του ρίζες», όπως ο ίδιος αισθανόταν και πίστευε.
  
Αυτός ήταν, με πολύ συνοπτικά λόγια, ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, μια σπάνια μορφή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, που, πλήρης ημερών, έφυγε από τη ζωή και πέρασε στην Ιστορία αθόρυβα και διακριτικά, όπως διακριτική και αθόρυβη υπήρξε και η μακρά και τόσο ξεχωριστή διαδρομή του στα πολιτικά πράγματα. Η περίπτωσή του δεν αποτελεί, σίγουρα, το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα πολιτικού, όπως τουλάχιστον το γνωρίσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Και, πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να συγκριθεί με το πρότυπο του πολιτικού που κυριαρχεί στις μέρες μας.
  
Με όρους επικοινωνιακούς, ο αείμνηστος «Τίμιος Τζον», όπως τον αποκαλούσαν οι παλαιότεροι πολιτικοί συντάκτες, επειδή μιλούσε σπανίως (σ.σ.: όσο και οι… ομώνυμοι πυρηνικοί πύραυλοι, όπως έλεγαν όσοι του προσήψαν το προσωνύμιο), θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένας «γκρίζος» πολιτικός, που, προσηλωμένος καθώς ήταν στο καθήκον του, δεν έδινε, παρά σπανίως, τροφή για σχολιασμούς, αφού δεν μετείχε σε παρασκηνιακές κινήσεις και δεν πρωταγωνιστούσε σε εσωκομματικές ίντριγκες.

Με όρους πολιτικής ουσίας, ωστόσο, ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος αποτελεί το χαρακτηριστικότερο ίσως υπόδειγμα μεταξύ των πολιτικών εκείνων που με το διάβα τους σε τούτο τον κόσμο έδωσαν χρώμα στην πιο φωτεινή πλευρά της Μεταπολίτευσης, η οποία, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα, που δικαίως ή αδίκως της αποδίδονται, υπήρξε η μακροβιότερη περίοδος οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής ευημερίας που γνώρισε ο τόπος μας.