«Θα γίνουν εκλογές;». Το μάλλον αγωνιώδες ερώτημα που δέχθηκα, λίγες μόλις ώρες πριν από τις επισκέψεις των πολιτικών αρχηγών στο Προεδρικό Μέγαρο, μου δημιούργησε μια κάποια έκπληξη, καθώς προερχόταν από έναν συνομιλητή που δεν περίμενα να έχει τέτοιο ενδιαφέρον.

«Ίσως τον Μάρτιο…», απάντησα. Αλλά δεν απέφυγα τον πειρασμό να εκφράσω τη δική μου απορία: «Και τι σε νοιάζει εσένα αν γίνουν ή δεν γίνουν εκλογές;», ρώτησα με τη σειρά μου τον Σπύρο, ιδιοκτήτη οικογενειακής ταβέρνας που τελευταία τα φέρνει δύσκολα βόλτα, αλλά, από ό,τι ήξερα, ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη «πολιτικοποίηση».
   
«Για τη δουλειά μου, φυσικά…», μου αντέτεινε για να μου εξηγήσει αμέσως μετά την επίδραση που έχουν οι πολιτικές εξελίξεις σε αυτό που λέμε πραγματική οικονομία με ένα απτό παράδειγμα, που θα μπορούσε να παραπέμπει στο φαινόμενο με το πέταγμα της πεταλούδας του Αμαζονίου που μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα από την περίφημη «θεωρία του χάους».
   
Κατά τη διήγησή του, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου, παρότι ήταν ξεκίνημα του μήνα και θεωρητικά ο κόσμος είχε περισσότερα χρήματα, αφού είχαν πληρωθεί μισθοί και συντάξεις, η δουλειά της ταβέρνας ήταν ιδιαιτέρως πεσμένη, γεγονός που, κατά την εξήγηση του, ήταν συνάρτηση της πολιτικής αναστάτωσης που είχε δημιουργηθεί.

Αναφερόταν προφανώς -και χωρίς να έχει πλήρη γνώση των λεπτομερειών, αφού όταν παίζουν τα «δελτία των οκτώ» εκείνος εργάζεται- στη συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης που βρισκόταν εκείνο το διάστημα σε εξέλιξη στη Βουλή και στον καβγά που άναψε αμέσως μετά για το αν θα βρεθούν ή όχι οι 180 βουλευτές για την εκλογή του επόμενου Προέδρου.

Το ευτύχημα για εκείνον ήταν ότι προς το τέλος του μήνα, περίοδο που συνήθως ο τζίρος μειώνεται, η κατάσταση στην ταβέρνα του –παραδόξως πως- βελτιώθηκε ελαφρώς, γεγονός που, κατά τη δική του πάντα εξήγηση, οφειλόταν στο ότι, όπως μου είπε με δικά του λόγια, έφυγε από την επικαιρότητα η έντονα αρνητική συζήτηση για τα πολιτικά μελλούμενα.

Μεταφέρω τη μικρή αυτή -απολύτως διδακτική, κατά την προαίρεσή μου- ιστορία ως ένα, αν θέλετε, υστερόγραφο στην, κατά πολλούς, ασύμμετρη αντίδραση που είχαν οι περιβόητες «αγορές» μετά τα όσα απασχόλησαν το προηγούμενο διάστημα τη χώρα μας και περιστρέφονταν γύρω από… γαμήλιους «κουμπαράδες» για την ικανοποίηση των υπόπτων ως «αργυρώνητων» βουλευτών, αλλά και το πρόωρο σάλπισμα εξόδου από την επιτήρηση των δανειστών με το οποίο θεώρησαν καλό να απαντήσουν οι κυβερνητικοί εταίροι.

Αν οι πελάτες των ελληνικών ταβερνών που ξέρουν ή, τέλος πάντων, οφείλουν να ξέρουν, με ποιο πολιτικό σύστημα έχουν να κάνουν, αφού οι ίδιοι το επιλέγουν, αντιδρούν κατ΄ αυτόν τον τρόπο στις ένθεν κακείθεν συμπεριφορές που διακυβεύουν την σταθερότητα της χώρας, γιατί, αλήθεια, να μας εμπιστευθούν οι διαβόητες «αγορές»;

Και ποια δύναμη είναι εκείνη που θα μπορούσε να κάνει ακόμη και τον πιο… φιλεύσπλαχνο (αν υπάρχει τέτοιος…) ξένο επενδυτή να επιλέξει να τοποθετήσει τα χρήματά του σε μια χώρα που η προεκλογική περίοδος ξεκινάει την επομένη των εκλογών; Δεν τα δίνει καλύτερα –ας χρησιμοποιήσει κι η στήλη μια υπερβολή- συνεισφορά σε… φιλανθρωπική οργάνωση;

Είναι, άλλωστε, αρκούντως αποτρεπτικά τα όσα διαμείβονται αυτές τις μέρες με τους πολιτικούς αρχηγούς που επισκέπτονται το Προεδρικό Μέγαρο για να χρησιμοποιήσουν τον θεσμό που –συνταγματικά, τουλάχιστον- συμβολίζει την ενότητα του Έθνους ως ντεκόρ για να δώσουν υποκριτικούς όρκους πίστης σε μια ψευδεπίγραφη συναίνεση που προβάλουν για να καλύψουν την εκατέρωθεν δίψα για εξουσία: των μεν να την κρατήσουν, των δε για να την κατακτήσουν.

Γιατί, κακά τα ψέματα, αν όντως ενδιαφέρονταν για τη χώρα και για το αν έχει δουλειά ώστε να μην απειλείται με λουκέτο ο φίλος μου ο ταβερνιάρης, με τον οποίο ξεκίνησε τούτο το σημείωμα, όπως και ο κάθε άλλος επαγγελματίας ή εργαζόμενος, δεν θα έπαιζαν αυτό το κακόγουστο θέατρο με το «πηγαινέλα» στον Πρόεδρο για επικοινωνιακούς και μόνον λόγους.

Αντιθέτως, αν εννοούσαν τη συναίνεση την οποία επικαλούνται θα κάθονταν, λόγω της κρίσιμης συγκυρίας που όλοι αναγνωρίζουν ότι διέρχεται ο τόπος, στο ίδιο τραπέζι και χωρίς τελεσίγραφα και απειλές, αλλά με υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές, θα συμφωνούσαν σε τρία καθοριστικά για όλους μας ζητήματα: στη συγκρότηση κοινής διαπραγματευτικής ομάδας για τη συνομολόγηση συμφωνίας εξόδου από το Μνημόνιο που να περιλαμβάνει αναδιάρθρωση του χρέους, στη συναινετική εκλογή Προέδρου και, τέλος, στην προσφυγή αμέσως μετά στις κάλπες ώστε να αποφασίσει ο ελληνικός λαός ποιοι και πως μπορεί να διαχειριστούν καλύτερα τις τύχες της μεταμνημονιακής Ελλάδας.