Θα είχε ενδιαφέρον, καθώς συμπληρώνονται το επόμενο διάστημα δύο μήνες από την εκλογή της νέας κυβέρνησης, να έπαιρνε κάποιος κυβερνητικός αξιωματούχος -ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, κατά προτίμηση, ή έστω ένας από εκείνους που είναι στον περίγυρο του Μεγάρου Μαξίμου- την πρωτοβουλία να κάνει έναν πρώτο απολογισμό των πεπραγμένων της νέας εξουσίας.

Το διάστημα που παρήλθε, αναμφίβολα, δεν αρκεί για να βγουν τελεσίδικα συμπεράσματα για μια συγκυβέρνηση που, ανεξάρτητα του τι θα γίνει στην πορεία, εξελέγη για μια ολόκληρη τετραετία και, ως εκ τούτου, έχει στη διάθεσή της μεγάλο απόθεμα πολιτικού κεφαλαίου. Το ερώτημα, όμως, είναι -και γι΄ αυτό έχει σημασία ο αρχικός απολογισμός- πως διατίθεται το πολιτικό κεφάλαιο και ποια αποτελέσματα φέρνει η διαχείρισή του όχι τόσο γι΄ αυτή καθεαυτή την κυβέρνηση όσο για την ίδια χώρα.

Ξεφεύγοντας από την εσωτερική μιζέρια που αποπνέουν οι υποκριτικές κόντρες για τα βουλευτικά αυτοκίνητα ή η αναπαραγωγή του μοντέλου της επέλασης των αποτυχημένων πολιτευτών στο δύσμοιρο δημόσιο -μέχρι τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου θέλουν, λέει, να ξηλώσουν για να βάλουν “ημέτερο του κυρίου υπουργού”!…-, σημαντικότερο, ίσως, είναι να σταθούμε στην ασυγχώρητη ζημιά που μέρα με τη μέρα καταγράφει η χώρα στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων.

Στο Eurogroup δεν έχουμε καταφέρει μέχρι στιγμής να αποσπάσουμε έναν σύμμαχο. Και όσο και αν είναι βολική η θεωρία για το “έθνος ανάδελφον” που επιτρέπει στους συμμετέχοντες από τη δική μας πλευρά να ισχυρίζονται ότι όλοι οι υπόλοιποι -και οι ομοεθνείς Κύπριοι, βεβαίως- είναι υποταγμένοι στη βούληση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ας μας απαντήσει κάποιος γιατί συμβαίνει αυτό.

Τα περί έλλειψης σεβασμού στη νωπή ψήφο του ελληνικού λαού μπορεί να ακούγονται εύηχα σε ένα μέρος του εσωτερικού ακροατηρίου, δεν είναι, όμως, μονοδιάστατα, επειδή συμβαίνει και οι 18 ομόλογοι του Γιάν(ν)η Βαρουφάκη να είναι κι εκείνοι εκλεγμένοι. Και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις, στις οποίες ανήκει και ο κ. Σόιμπλε, εκπροσωπώντας κυβερνήσεις με ευρύτερη πολιτική βάση από τον αταίριαστο -και χωρίς την παραμικρή προγραμματική δέσμευση- “γάμο” ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝ.ΕΛ.

Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς πάμπολλα παραλειπόμενα από τον πρόσφατο βίο και την πολιτεία του κ. Βαρουφάκη και τους καβγάδες του όχι μόνον με τον κ. Σόιμπλε ή τον Γερούν Ντάισελμπλουμ, αλλά και με τα περισσότερα μέσα ξένα ενημέρωσης τα οποία τον φιλοξένησαν και -κατά έναν παράδοξο τρόπο- επικρίθηκαν στη συνέχεια τα περισσότερα για παραποίηση είτε των λεγομένων του είτε της τόσο καλά για τον ίδιο φιλοτεχνημένης εικόνας του.

Δεν είναι, όμως, μόνον οι -ανάμεικτοι με άκομψο “γλείψιμο” προς τον Σόιμπλε και την Άνγκελα Μέρκελ- επικοινωνιακοί ακτιβισμοί του κ. Βαρουφάκη που δημιουργούν προβλήματα στη διεθνή εικόνα της Ελλάδας και την φέρνουν σε σύγκρουση ακόμη και από πρόσωπα, όπως ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ή ο Μάρτιν Σουλτς, στα οποία ακόμη και η σημερινή κυβέρνηση είχε επενδύσει για να προωθήσει τις θέσεις και τις απόψεις της. Είναι και πολλά άλλα ακατανόητα που εκστομίζονται από ελληνικά υπουργικά χείλη και αφήνουν άφωνους πολλούς σε όλη την Ευρώπη: από τις θεωρίες συνωμοσίας περί σχεδίων ανατροπής της κυβέρνησης ως τους γελοίους παλληκαρισμούς για άνοιγμα των συνόρων.

Υπάρχει, αλήθεια, εχέφρων συμπατριώτης μας που να πιστέψει ότι οιοσδήποτε Ευρωπαίος ή άλλος παράγων μπορεί να τρομάξει από τις… καρατζαφερικού τύπου απειλές Ελλήνων υπουργών ότι θα ανοίξουν τα σύνορα για να πλημυρίσει η Ευρώπη με τζιχαντιστές; Τι νόημα, άραγε, έχουν τέτοιοι ισχυρισμοί και πόσο μπορεί να ενισχύσει τη διαπραγματευτική ισχύ της χώρας μας η τυχόν κατάσχεση του Ινστιτούτου Γκαίτε για να αποζημιωθούν τάχατες τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας έπειτα από 70 χρόνια;

Συμπεριφορές αυτού του είδους μαρτυρούν -αν μη τι άλλο- παντελή άγνοια βασικών κανόνων λειτουργίας όχι μόνον του σκληρού διπλωματικού παιχνιδιού, αλλά και κρίσιμων ζητημάτων για την καθημερινότητα μεγάλης μερίδας των πολιτών που άπτονται της συμμετοχής της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Η αναστολή, επί παραδείγματι, της Συνθήκης Σένγκεν θα ευνοήσει ή θα πλήξει την Ελλάδα, η οποία σε μια τέτοια περίπτωση θα πάψει να θεωρείται ευρωπαϊκή χώρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επικοινωνία της με τον έξω κόσμο, τον τουρισμό και τόσα άλλα; Οι λεονταρισμοί, επίσης, για κατασχέσεις γερμανικών περιουσιών, χωρίς να έχουμε δικαιωθεί από κανένα διεθνές δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα να επιλύει τέτοιες διαφορές, σε τι μας ωφελεί;

Η σκληρή διελκυστίνδα που -καλώς ή κακώς- έχει ανοίξει η κυβέρνηση με τους Ευρωπαίους εταίρους είναι βέβαιο ότι στο τέλος θα λήξει με συμβιβασμό, έναν συμβιβασμό που θα είναι λιγότερο επώδυνος όσο περισσότερους φίλους και συμμάχους έχει καταφέρει να πάρει η κάθε πλευρά με το μέρος της.

Ας το έχει αυτό κατά νου ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τόσο ενόψει της επικείμενης Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής, στην οποία θα συμμετάσχει, όσο και στην κατ΄ ιδίαν συνάντηση που θα έχει τη Δευτέρα με την κυρία Μέρκελ στο Βερολίνο. Καλό θα είναι και στη μια και στην άλλη περίπτωση να μετρήσει, πριν πάρει το αεροπλάνο για να πάει, συμμάχους και φίλους. Γιατί αν πάει ως “ανάδελφος”, “ανάδελφος” θα φύγει…