Πόσο σοφότεροι, άραγε, γίναμε από την πρώτη τηλεμαχία των επτά αρχηγών;

Το ρητορικό, κυρίως, αυτό ερώτημα μάλλον δεν θα απαντηθεί παρά μόνον το βράδυ της 20ής Σεπτεμβρίου όταν θα γίνει «ταμείο» για τις «εισπράξεις» ενός εκάστου από τους συμμετέχοντες στο πρώτο αυτό debate.

Τότε πιθανότατα και, προφανώς, σε συνάρτηση με πολλούς ακόμη παράγοντες, που παραδοσιακά καθορίζουν την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών, θα μάθουμε πόσο απέδωσαν οι προετοιμασίες και τα «φροντιστήρια» που έκαναν τα κομματικά επιτελεία ή πόσο «μέτρησαν» οι ατάκες του καθενός από τους αρχηγούς που διαγωνίστηκαν μπροστά στις κάμερες.

Πέρα, πάντως, από τις εκ των πραγμάτων αντιφατικές εκτιμήσεις που ο καθένας μπορεί να κάνει για τους πιθανούς νικητές και τους ενδεχόμενους χαμένους της συγκεκριμένης τηλεοπτικής αντιπαράθεσης, αν υπάρχει ένα σαφές συμπέρασμα που εξάγεται από την τρίωρη τηλε-κόντρα είναι ότι σε αυτή τη χώρα έχουμε μια μοναδική ικανότητα να καθιερώνουμε κανόνες που, εκ των πραγμάτων, είναι ανεφάρμοστοι.

Όπως σε πάρα πολλά ζητήματα της εγχώριας δημόσιας σφαίρας παρατηρούμε να θεσπίζονται όροι και προϋποθέσεις που όλοι αναγνωρίζουμε ότι είναι αναποτελεσματικοί, έτσι και στο debate αλά ελληνικά ισχύουν νόρμες με τις οποίες κανείς δεν φαίνεται να συμφωνεί, πλην, όμως, παρά ταύτα, όλοι τις ακολουθούν και ουδείς αναλαμβάνει την ευθύνη να τις αλλάξει.

Οι ασφυκτικά περιοριστικοί χρόνοι που, όπως φάνηκε, ήταν δύσκολο να τηρηθούν από έμπειρους επαγγελματίες, όπως οι ερωτώντες δημοσιογράφοι, που καθημερινά εργάζονται με το χρονόμετρο που μετράει δευτερόλεπτα, δεν μπορεί να προσδοκά κάποιος ότι είναι δυνατόν να τηρηθούν από πολιτικούς οι οποίοι, εκτός των άλλων, δρουν σε μια κοινοβουλευτική διαδικασία που τα κάθε είδους χρονικά περιθώρια – προσέλευσης ή ομιλίας- είναι συνήθως μόνον… ενδεικτικά.

Τι νόημα, αλήθεια, έχει μια τηλεμαχία με επτά αρχηγούς και έξι τηλεδημοσιογράφους; Και, το κυριότερο, τί μπορεί να μείνει στο τέλος στον μέσο τηλεθεατή – ψηφοφόρο από μια απολύτως αποστεωμένη διαδικασία παράλληλων μονολόγων; Από όσο μπορώ να ξέρω, πουθενά αλλού στον κόσμο δεν υπάρχει κάτι ανάλογα πολύπλοκο και, πάντως, δεν συναντά κανείς τέτοιας έκτασης συζητήσεις για τα διαδικαστικά τόσο πριν όσο και μετά από αυτή καθεαυτή την τηλεμαχία.

Μιλώντας, εξάλλου, κανείς γενικότερα, είναι παγκοίνως παραδεκτό ότι, όπου εμφιλοχωρούν υπερβολικά πολλές ρυθμίσεις, το αποτέλεσμα είναι σχεδόν πάντα η πλήρης… απορρύθμιση. Γι΄ αυτό και στην πρώτη έπειτα από μια εξαετία προεκλογική τηλεοπτική αναμέτρηση που στήθηκε στη χώρα μας, παρατηρήθηκε το φαινόμενο στο πρώτο μέρος να παρακολουθήσουμε μια απίστευτα βαρετή «σούπα», η οποία, κακά τα ψέματα, απέκτησε κάποιο περιορισμένο, σε κάθε περίπτωση, ενδιαφέρον μόνον όταν «καταλύθηκαν» οι κανόνες.

Παρά ταύτα, η δυνατότητα που είχαν οι πολιτικοί αρχηγοί να υπεκφεύγουν και να μην απαντούν στην ουσία των ερωτημάτων που τους απευθύνονταν, αφήνοντας σε γκρίζες ζώνες ζητήματα, όπως, επί παραδείγματι, το αν και πότε πλήρωσε ΕΝΦΙΑ ο Αλέξης Τσίπρας ή το κατά πόσο είναι ψευδείς οι ισχυρισμοί του Πάνου Καμμένου ότι είναι υπόδικος ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης, αποτελούν μάλλον τη σημαντικότερη παθογένεια που αναδείχθηκε από τη συγκεκριμένη αναμέτρηση.

Τούτων δοθέντων, μάλλον «πολύ κακό για το τίποτε» θα ήταν το καταλληλότερο συνοπτικό σχόλιο για όσα διαδραματίστηκαν μπροστά στις οθόνες μας το βράδυ της Τετάρτης.

Και ας ευχηθούμε, κλείνοντας, ότι στη νέα αντιπαράθεση που προγραμματίζεται για την προσεχή Δευτέρα, αυτή τη φορά ανάμεσα στους δύο επικρατέστερους πρωθυπουργούς, τον κ. Τσίπρα και τον κ. Μεϊμαράκη, να ισχύουν απλούστεροι κανόνες που θα διευκολύνουν τον διάλογο ανάμεσα στους δυο τους και θα βοηθήσουν όσους εξ ημών παραμένουν αναποφάσιστοι να λάβουν θέση είτε υπέρ του ενός ή του άλλου, είτε –γιατί όχι;- κατά και του ενός και του άλλου….