Με την άμεση ψήφιση τριών νομοσχεδίων για την υλοποίηση των προεκλογικών της δεσμεύσεων (ΕΝΦΙΑ, Ασυλο, Επιτελικό Κράτος), την αντικατάσταση της Θάνου στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και τις τροπολογίες για εργασιακά και συντάξεις  η κυβέρνηση έκλεισε ένα μήνα στην εξουσία αιφνιδιάζοντας ακόμη και την αντιπολίτευση. Η συνέχεια μετά τον Δεκαπενταύγουστο με Δικαιοσύνη και διαπραγματεύσεις για τα πλεονάσματα

Εχοντας ήδη δώσει ένα σαφές δείγμα γραφής για την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα με την οποία είναι διατεθειμένη να προωθήσει τη μεταρρυθμιστική ατζέντα του προγράμματός της, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ετοιμάζεται να ξεδιπλώσει τον επόμενη μεγάλη διεκδίκησή της που είναι η επιδίωξη ρεαλιστικών πρωτογενών πλεονασμάτων.

Στα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης, άλλωστε, επικρατεί η εδραία πεποίθηση ότι «με πιο ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα, συνδυασμένα με ένα τολμηρό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα ελληνικής ιδιοκτησίας, θα επιτευχθεί η πολυπόθητη υψηλότερη ανάπτυξη», που αποτελεί τον κεντρικό στόχο της κυβερνητικής πολιτικής.

Με αυτήν ακριβώς την επιχειρηματολογία στις αποσκευές του σχεδιάζει να ταξιδέψει το προσεχές διάστημα σε τρεις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (το Βερολίνο, το Παρίσι και τη Χάγη) ο κ. Μητσοτάκης. «Η υψηλότερη ανάπτυξη είναι προς το καλό όλων μας. Και των δανειστών και της Ελλάδας», θα υπογραμμίσει ο πρωθυπουργός, ο οποίος επέλεξε τα πρώτα του ταξίδια να είναι στη Γερμανία (29 Αυγούστου) και στην Ολλανδία (2-3 Σεπτεμβρίου), δύο χώρες οι οποίες παραδοσιακά ήταν αρκετά αυστηρές με τα ελληνικά προγράμματα.

Εκτός από την καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ και τον Ολλανδό ομόλογό του Μαρκ Ρούτε, ο κ. Μητσοτάκης θα συναντήσει και τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι, σε ημερομηνία που δεν έχει κλείσει ακόμη. Μια πρώτη συζήτηση προετοιμασίας αυτού του ταξιδιού έγινε την προηγούμενη εβδομάδα που βρέθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λεμέρ.

Η Αθήνα επενδύει στη γαλλική βοήθεια, κάτι που δεν είναι άσχετο και με τη διαφαινόμενη θετική στάση του απερχόμενου επιτρόπου Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί. Ο τελευταίος, όπως αναφέρουν ευρωπαϊκές πηγές, είναι διατεθειμένος να προτείνει μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων για την Ελλάδα κατά τη διάρκεια επίσκεψης την οποία προγραμματίζει να κάνει στη χώρα μας τον επόμενο μήνα, λίγο πριν από τη λήξη της θητείας του στις Βρυξέλλες.

Αντίστοιχες προσδοκίες υποστήριξης του ελληνικού αιτήματος έχουν στο Μέγαρο Μαξίμου και από τη συνάντηση που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα έχει ο πρωθυπουργός με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στη Νέα Υόρκη, όπου, με την ευκαιρία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, θα ταξιδέψει ο κ. Μητσοτάκης στις 24 με 27 Σεπτεμβρίου. Η συνηγορία της Ουάσινγκτον εκτιμάται ως σημαντική για τη συναινετική προσέγγιση του ελληνικού αιτήματος από το ΔΝΤ.

Υψηλά στην κυβερνητική επιχειρηματολογία που θα προβληθεί στις επαφές με τους ξένους ηγέτες βρίσκεται η διαπιστούμενη ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών στις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας της Ελλάδας.

Επισημαίνεται ιδιαιτέρως η πρόσφατη δημοπρασία εντόκων γραμματίων τρίμηνης διάρκειας που έγινε με επιτόκιο 0,095%, από 0,23% που ήταν στην αντίστοιχη δημοπρασία της 10ης Ιουλίου. Είχε προηγηθεί δημοπρασία εντόκων γραμματίων εξάμηνης διάρκειας με απόδοση 0,15%, έναντι 0,85% έναν χρόνο πριν, ενώ λίγο νωρίτερα πραγματοποιήθηκε δανεισμός με επταετές ομόλογο και αντλήθηκαν 2,5 δισ. ευρώ με ιστορικά χαμηλό επιτόκιο, της τάξης του 1,9%.

Τα επόμενα νομοθετήματα 

Ο πρώτος μήνας της νέας διακυβέρνησης έτρεξε με πολύ γοργούς ρυθμούς. Και όπως υποστηρίζουν συνεργάτες του πρωθυπουργού, «μέσα σε πέντε εβδομάδες ελήφθησαν πρωτοβουλίες και αποφάσεις τις οποίες προηγούμενες κυβερνήσεις δεν υλοποιούσαν ούτε σε πέντε μήνες». Κάνουν λόγο για «θετικό αποτύπωμα από το πρώτο νομοθετικό κύμα» και προαναγγέλλουν ανάλογη συνέχεια.

Υπό αυτή την έννοια, κυβερνητικοί αξιωματούχοι λένε ότι «ο πήχης έχει μπει ψηλά» και με δεδομένους τους νέους κανόνες λειτουργίας της κυβέρνησης, που καθιερώθηκαν με το προσφάτως ψηφισθέν νομοσχέδιο για το επιτελικό κράτος, οι υπουργοί και υφυπουργοί θα πρέπει να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση για την προώθηση των προγραμματικών δεσμεύσεων του τομέα τους.

Στο αμέσως προσεχές διάστημα, άλλωστε, επίκεινται σοβαρές νομοθετικές πρωτοβουλίες που αφορούν κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι η λειτουργία της Δικαιοσύνης και οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, οι ρυθμίσεις για τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση των επενδύσεων μέσω της παροχής κινήτρων και της άρσης των γραφειοκρατικών εμποδίων, το νέο φορολογικό, αλλά και η ψήφος των αποδήμων και οι αλλαγές στο εκλογικό σύστημα που αναμένεται να προκαλέσουν εντάσεις και αντιπαραθέσεις με την αντιπολίτευση.

Ο πρώτος γύρος της κυβερνητικής νομοθέτησης συνοδεύτηκε από συγκρούσεις για μια σειρά ζητημάτων, όπως ο αριθμός των μετακλητών υπαλλήλων που υπηρετούν κάθε φορά στο Δημόσιο και αντικαθίστανται μαζί με την αλλαγή στα κυβερνητικά έδρανα, το πανεπιστημιακό άσυλο, η στελέχωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού με πρόσωπα που δεν έχουν εχέγγυα κομματικής ουδετερότητας, καθώς και το νομοθετικό πλαίσιο για τις απολύσεις των εργαζομένων.

Γιατί επέμειναν στη Θάνου

Η αξιωματική αντιπολίτευση αντιπαρατέθηκε σκληρά με την κυβέρνηση για να ματαιώσει τη διακοπή της θητείας της Βασιλικής Θάνου από την ηγεσία της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Η κυβέρνηση, ωστόσο, επέμεινε στη διάταξη που προώθησε και προβλέπει ότι πρόσωπα τα οποία έχουν υπηρετήσει σε πολιτικά γραφεία δεν μπορούν να μετέχουν στη σύνθεση της συγκεκριμένης αρχής.

Η διαδρομή της κυρίας Θάνου δείχνει ότι δεν διαθέτει εχέγγυα ανεξαρτησίας για να παραμείνει επικεφαλής μιας τόσο σημαντικής αρχής, υποστηρίζουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Επεσήμαναν, μεταξύ άλλων, ότι ορίστηκε πρόεδρος του Αρείου Πάγου με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου την 29η Ιουνίου 2015 στις 2 μετά τα μεσάνυχτα και η επιλογή της έγινε με βαθιά βουτιά στην επετηρίδα των ανώτατων δικαστών, αφού κάποιοι προσπέρασαν εννέα αρχαιότερους υποψήφιους για τη θέση.

«Η ταύτισή της με τον ΣΥΡΙΖΑ», υποστηρίζουν, «είχε ξεκινήσει ήδη πριν από το 2015, από την εποχή που ήταν συνδικαλίστρια δικαστικός και εξέδιδε ανακοινώσεις με πολιτικό χρωματισμό και σαφή πολιτική -αντιμνημονιακή- τοποθέτηση». Είχε χαρακτηρίσει την κυβέρνηση Σαμαρά «κυβέρνηση κράτους απολυταρχικού», ενώ αμέσως μετά την εκλογή της κυβέρνησης Τσίπρα είχε στείλει επιστολή στον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ ζητώντας του να παρέμβει στα όργανα της Ε.Ε. υπέρ των προτάσεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ.

Με αφορμή και τη φημολογία που την ήθελε, τόσο όταν ήταν εν ενεργεία δικαστικός όσο και όταν ορίστηκε επικεφαλής στο νομικό γραφείο του πρωθυπουργού, να διαδραματίζει ρόλο στην εξέλιξη κρίσιμων δικαστικών υποθέσεων (Novartis κ.ά.), ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είχε καταγγείλει με επιστολή του προς την αρμόδια Επίτροπο Μαργκρέτε Βεστάγκερ την τοποθέτηση της κυρίας Θάνου στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Την ίδια περίοδο η Ν.Δ. είχε προαναγγείλει ότι θα έπαυε την πρώην δικαστικό από τη συγκεκριμένη θέση, αλλά εκείνη απαντούσε ότι κανείς δεν μπορεί να την αντικαταστήσει.

Ως πρωθυπουργός, πλέον, ο κ. Μητσοτάκης επικοινώνησε εκ νέου την περασμένη Παρασκευή με την κυρία Βεστάγκερ, στην οποία εξήγησε αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους η κυβέρνησή του προώθησε τη διάταξη για να αντικατασταθούν η κυρία Θάνου και άλλα στελέχη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που είναι συνδεμένα με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Κυβερνητικές πηγές δήλωσαν ότι η Επίτροπος «κατανόησε τα επιχειρήματα» του πρωθυπουργού. Με έμφαση, δε, υπογράμμιζαν ότι με τις τοποθετήσεις των νέων μελών που θα γίνουν πολύ σύντομα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού «θα αντιληφθούν όλοι αφενός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη εννοεί όσα λέει σχετικά με την αποκομματικοποίηση των Ανεξάρτητων Αρχών και αφετέρου την ποιοτική διαφορά των επιλογών προσώπων που κάνει η σημερινή κυβέρνηση συγκριτικά με τον ΣΥΡΙΖΑ».

Τι αλλάζει με το άσυλο

Στην κυβέρνηση δίνουν βαρύτητα και στην κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, μια πρωτοβουλία στην οποία, όπως υποστηρίζουν, «η ελληνική κοινωνία αγκάλιασε τις θέσεις της Ν.Δ.». Επισημαίνουν ότι σε όλη την προεκλογική περίοδο ήταν από τα βασικά ζητήματα που είχε θέσει στον δημόσιο διάλογο ο Κυριάκος Μητσοτάκης και «τώρα η δέσμευση αυτή έρχεται να υλοποιηθεί».

Η νέα διάταξη, η οποία ψηφίστηκε εν μέσω σφοδρών αντιδράσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ και με το Κίνημα Αλλαγής να μην παίρνει ξεκάθαρη θέση επιλέγοντας το «παρών», «αποτελεί την αποκατάσταση του ασύλου των ιδεών», αναφέρουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι.

«Το Πανεπιστήμιο θα αντιμετωπίζεται όπως οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος χώρος σε ό,τι αφορά τη βία και την ανομία», εξηγούν, και απευθύνουν προς τους αντιρρησίες ερωτήσεις όπως: «Για ποιες αντιδράσεις λοιπόν γίνεται λόγος; Για να προστατεύεται το εμπόριο ναρκωτικών και το παρεμπόριο; Για να μπορεί να καταφεύγει στο Πανεπιστήμιο κάποιος ο οποίος έχει κάνει αξιόποινες πράξεις; Για να μην μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα οι φοιτητές, οι καθηγητές και το διοικητικό προσωπικό;».

Η τροπολογία για τις απολύσεις 

Η κυβέρνηση, ωστόσο, βρέθηκε εκτεθειμένη πολιτικά για τον τρόπο με τον οποίο προώθησε τροπολογία της τελευταίας στιγμής με στόχο αμφιλεγόμενη τροποποίηση της νομοθεσίας για τις απολύσεις. Σύσσωμη η αντιπολίτευση αντέδρασε τόσο για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε -παραβιάζοντας τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης για καθιέρωση πρακτικών καλής νομοθέτησης- όσο και για την ουσία της διάταξης που, όπως υποστήριζαν, διευκολύνει τις απολύσεις και αποτελούσε αίτημα των εργοδοτών.

Αρμόδιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αναγνωρίζουν τον προβληματικό τρόπο νομοθέτησης, υποσχόμενοι ότι δεν θα επαναληφθεί, πλην όμως απορρίπτουν τις αιτιάσεις των πολιτικών τους αντιπάλων, και ειδικότερα του ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο αποδίδουν «υποκριτική φιλεργατική ευαισθησία».

Οπως εξηγούσαν, μέχρι τον περασμένο Μάιο ίσχυαν στη χώρα μας οι διατάξεις του αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που είχαν ενσωματωθεί στο Εθνικό μας Δίκαιο από το 2016. Για την απόλυση εργαζομένου υπήρχαν έως τότε δύο επιλογές: Είτε ο «βάσιμος λόγος απόλυσης» χωρίς αποζημίωση, είτε η καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο χωρίς «βάσιμο λόγο απόλυσης». Λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έφερε διάταξη (άρθρο 48 του ν. 4611/2019), σύμφωνα με την οποία υπήρχε πλέον μόνο μία επιλογή: η καταγγελία της σύμβασης να γίνεται μόνο για «βάσιμο λόγο». Αυτή η διάταξη είχε ψηφιστεί και από τη Ν.Δ. Διαπιστώθηκε, όμως, ότι επέφερε αρνητικά αποτελέσματα:

– Αφενός παρατηρήθηκε ένα φρένο στις προσλήψεις και

– Αφετέρου οι εργαζόμενοι που απολύονταν άρχισαν να στιγματίζονται καθώς στην καταγγελία της σύμβασής τους γινόταν λόγος για συμπεριφορά που χαρακτηριζόταν είτε «ανάρμοστη», είτε «ασυνεπής στις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις».

Εξ αυτού του λόγου, υποστηρίζουν κυβερνητικές πηγές, μέσα στον Ιούλιο εμφανίστηκε μείωση κατά 14.691 θέσεις στο ισοζύγιο απολύσεων -προσλήψεων. Το τελευταίο διάστημα επίσης εμφανίστηκε αύξηση των ελαστικών μορφών απασχόλησης σε σχέση με τον μέσο όρο των προηγούμενων μηνών του έτους. Και συνοψίζοντας καταλήγουν: «Οι ισχυρισμοί ότι με την επίμαχη τροπολογία θα ανοίξει η κάνουλα των απολύσεων συνιστούν ανεύθυνη κινδυνολογία».