Με αρκετή απλοχεριά οι Έλληνες ψηφοφόροι έδωσαν στον Αλέξη Τσίπρα σχεδόν ό,τι τους ζήτησε.
Μπορεί το κόμμα του να μην κατέκτησε την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που επιζητούσε στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, η ετυμηγορία, όμως, της κυριακάτικης κάλπης είναι τέτοια που ισοδυναμεί με αυτοδυναμία για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα εκλογικό αποτέλεσμα που αναδεικνύει τον 40χρονο πολιτικό σε πανίσχυρο πρωθυπουργό, ο οποίος, εφόσον πραγματικά το θελήσει, θα έχει λυμένα τα χέρια του για να προχωρήσει σε όλες εκείνες τις μεγάλες αλλαγές τις οποίες για διαφόρους λόγους δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να κάνουν οι προκάτοχοί του.

«Και ελάχιστα να κάνει από όσα υποσχέθηκε, πάλι καλά θα είναι…», ήταν η σχεδόν στερεότυπη επωδός για ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων που με διαφορετική πολιτική προέλευση προσέτρεξαν και ψήφισαν -μάλλον τον κ. Τσίπρα και όχι το κόμμα του- για να «απαλλαγούν» από όσους κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια και η παραμονή τους στην εξουσία ταυτίστηκε στη συνείδηση των πολλών με τα αποτελέσματα της ανυπόφορης ύφεσης.
Η εκ πρώτης όψεως οριακή πλειοψηφία που διαθέτει το πλειοψηφούν κόμμα στη νέα Βουλή, από μειονέκτημα που φαντάζει κατ΄ αρχήν, μπορεί άνετα να μετατραπεί σε απόλυτο πλεονέκτημα που θα του δώσει την ευκαιρία και τη δύναμη στο νέο πρωθυπουργό να μην υποκύψει σε καμία εσωκομματική ή άλλη πίεση και να προχωρήσει αταλάντευτα προς τα μπρος, υπερνικώντας τα όποια εμπόδια ορθωθούν στον δρόμο του.

Η ποικιλία των επιλογών, άλλωστε, που έχει για να συνάψει τις απαραίτητες κάθε φορά πολιτικές συμμαχίες ώστε να προχωρήσει τις προγραμματικές προτεραιότητες και τους υπόλοιπους σχεδιασμούς του, του δίνει μεγάλη ελευθερία κινήσεων που, αν την χρησιμοποιήσει με σύνεση, μόνον οφέλη μπορεί να προσδοκά.

Είναι στην απόλυτη ευχέρεια του κ. Τσίπρα να επιδιώξει τη διακομματική συνεννόηση για τα μείζονα ζητήματα, επιλέγοντας συναινετικές διαδικασίες και πρωτοβουλίες διακομματικού διαλόγου με όλες τις πολιτικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου.

Μπορεί, για παράδειγμα, να επιχειρήσει να συνομιλήσει με τη Νέα Δημοκρατία, τερματίζοντας το ιδιότυπο εμφυλιοπολεμικό κλίμα της τελευταίας μνημονιακής πενταετίας που σκιάζει την ελληνική πολιτική ζωή και εμποδίζει τον πρωθυπουργό να συνομιλεί με τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Έχει, επίσης, τη δυνατότητα να συγκροτήσει ένα κυβερνητικό σχήμα με ευρύτερη στήριξη, όπως δήλωνε προεκλογικά ότι ήταν στις προθέσεις του να κάνει, ανεξαρτήτως του αν είχε ή όχι αυτοδυναμία. Μπορεί, λοιπόν, να επιλέξει συμμαχία τόσο με τους ΑΝ.ΕΛ., όσο και με το Ποτάμι ή το ΠΑΣΟΚ, χωρίς κατ΄ ανάγκη να μοιραστεί μαζί τους τα «οφίτσια» που αναλογούν στη νέα εξουσία.

Οι επιλογές που θα κάνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ τόσο στο μοντέλο διακυβέρνησης όσο και στα πρόσωπα που θα χρησιμοποιήσει –κομματικά στελέχη ή επιστήμονες με γνώση και πολιτική βούληση για αλλαγές;- θα αποτελέσουν ένα καθοριστικό πρώτο δείγμα γραφής το οποίο θα αξιολογηθεί τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και διεθνώς.

Γιατί, κακά τα ψέματα, άλλο πράγμα είναι η επιμονή στα μονοδιάστατα διχαστικά σχήματα του παρελθόντος –«αντιμνημονιακοί» ενάντια στους «μνημονιακούς»- και εντελώς διαφορετικά μηνύματα μπορεί να εκπέμψει ο προσανατολισμός της νέας εξουσίας στην αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που προβάλουν ενόψει της σκληρής διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και δανειστές που είναι υποχρεωμένη να ξεκινήσει άμεσα η κυβέρνηση.

Μετά τη θριαμβική νίκη της Κυριακής, οι λεπτές εσωκομματικές ισορροπίες που διαμορφώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να είναι το μόνο εμπόδιο που προβάλει στην πορεία που έχει χαράξει ο κ. Τσίπρας για να γίνει, εκτός από ικανός και, ένας αποτελεσματικός ηγέτης.

Όντας στην αντιπολίτευση τα προηγούμενα χρόνια, επέδειξε ταλέντο στην υπέρβαση των ενδοκομματικών αντιθέσεων, επιτυγχάνοντας σε μεγάλο βαθμό την ομογενοποίηση του κόμματός του, το οποίο -ως εκ της φύσεως του, καθότι αποτελεί δημιούργημα πολλών συνιστωσών- είχε προβλήματα ενιαίας έκφρασης.

Αν το ταλέντο του κ. Τσίπρα, ο οποίος δεκαπλασίασε τη δύναμη του κόμματός του μέσα σε μια εξαετία, μπορεί να λειτουργήσει εξίσου αποτελεσματικά και τώρα που καλείται να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, μένει να αποδειχθεί το αμέσως επόμενο διάστημα που θα αρχίσουν να… ηχούν τα εσωκομματικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ.

Εκείνο που είναι βέβαιο -και μάλλον δεν χρειάζεται να περιμένει κανείς να αποδειχθεί- είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν έχει τον χρόνο με το μέρος του και πρέπει να κινηθεί άμεσα για τον σχηματισμό κυβέρνησης και την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας. Όπως είναι βέβαιο ότι ο νέος πρωθυπουργός δεν διαθέτει κανένα απολύτως άλλοθι για τυχόν παλινωδίες στην ξεκάθαρη εντολή να προχωρήσει δυναμικά που του έδωσε τόσο απλόχερα η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Θα τολμήσει;