Θητεύει στο Κοινοβούλιο από το 2004 και άρα γνωρίζει τη νοοτροπία από την οποία διακατέχεται ο μέσος Έλληνας βουλευτής, ενώ διαθέτει και σημαντική επιπρόσθετη εμπειρία από τη μακρά παρουσία που έχει η οικογένειά του στην εγχώρια δημόσια ζωή.

Από τον Ιανουάριο του 2016, οπότε, ανατρέποντας τα προγνωστικά, εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ο σημερινός πρωθυπουργός έδειξε διάθεση να μην ακολουθήσει την «πεπατημένη» προκατόχων του, οι οποίοι με εσωτερικές μικροδιευθετήσεις και διαμοιρασμούς υπαρκτών και ανύπαρκτων οφίτσιων προσπαθούσαν να κάνουν τους λιγότερους «εχθρούς» και αδιαφορούσαν για το αν η εξουσία την οποία μοίραζαν είχε κοινωνικό αντίκρισμα.

Τον περασμένο Ιούλιο, όταν συγκρότησε την πρώτη κυβέρνησή του, κινήθηκε, εν πολλοίς, χωρίς να τηρήσει τις γνωστές από το παρελθόν παραλυτικές ισορροπίες. Αξιοποίησε νέα στελέχη εξωκοικοινοβουλευτικά και κυρίως εξωνεοδημοκρατικά. Έδειξε να μη λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψιν του την κομματική επετηρίδα και να μην υπολογίζει πολύ στις σχέσεις βουλευτών και άλλων στελεχών με τις παλιές βαρωνίες και τα τζάκια της συντηρητικής παράταξης.

Η τακτική που ακολούθησε μάλλον επιβραβεύτηκε από την ελληνική κοινωνία, αφού σχεδόν σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης ο ίδιος προσωπικά αλλά και το κόμμα του ενισχύουν το πολιτικό κεφάλαιο το οποίο διέθεταν την 7η Ιουλίου του 2019 όταν οι πολίτες κλήθηκαν στις κάλπες και ανέδειξαν πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη με αποδοχή σταθερά μεγαλύτερη από εκείνη της παράταξής του.

Με τον πρώτο, εξάλλου, νόμο για το λεγόμενο «επιτελικό κράτος», τον οποίο ψήφισε μόλις ανέλαβε τη διακυβέρνηση, συγκέντρωσε στο Μέγαρο Μαξίμου εξουσία και πολιτική ισχύ όσο ελάχιστοι προκάτοχοί του. Το πρωθυπουργικό γραφείο αποτελεί αναμφισβήτητα το κέντρο για όλες τις αποφάσεις που αφορούν την κυβερνητική πολιτική, ακόμη και όταν αυτές τυπικά λαμβάνονται στις μηνιαίες συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου.

Οι υπουργοί, πολύ δε περισσότερο οι υφυπουργοί, έχουν πολύ μικρή ευχέρεια επιλογών στην άσκηση της πολιτικής. Ο κεντρικός έλεγχος για όλες τις νομοθετικές -και όχι μόνον- πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν τα κυβερνητικά στελέχη γίνεται από το Μαξίμου. Παράλληλα το σύστημα αξιολόγησης των δράσεων ενός εκάστου υπουργού ή υφυπουργού, που λειτουργεί επίσης στο πρωθυπουργικό γραφείο, δεν αφήνει περιθώρια για αυτόνομη δράση ή άλλες εμφανείς αποκλίσεις.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απορίας άξιον για ποιο λόγο τους τελευταίους μήνες πυροδοτούνται τόσο συχνά συζητήσεις για αλλαγές στη διάρθρωση του Υπουργικού Συμβουλίου. Είναι προφανές ότι, όπως συμβαίνει σε όλες τα κυβερνήσεις, υπάρχουν ικανοί, λιγότεροι ικανοί, ακόμη και ανίκανοι υπουργοί και υφυπουργοί. Όπως εξίσου προφανές είναι ότι η επιτυχία ή αποτυχία του καθενός κυβερνητικού στελέχους δεν βαραίνει μόνον τον ίδιο, βαραίνει, πρωτίστως, εκείνον που τον επέλεξε.

Με άλλα λόγια, αν ένα Υπουργικό Συμβούλιο είναι τόσο προβληματικό που χρειάζεται να υποστεί ριζικό ανασχηματισμό, τότε αυτό σημαίνει αποτυχία στη συγκρότησή του. Μια αποτυχία για την οποία δεν μπορεί να ευθύνεται περισσότερο άλλος από εκείνον που επέλεξε τα πρόσωπα που το απαρτίζουν. Γι΄ αυτό και, όπως έχει δείξει η ιστορία των τελευταίων χρόνων, οι ανασχηματισμοί των κυβερνήσεων, ενώ γίνονται με προθέσεις για επανεκκίνηση, συνήθως καταλήγουν σε επιβεβαίωση της πολιτικής φθοράς που έχει υποστεί ο επικεφαλής του σχήματος που χρήζει ριζικής αλλαγής.

Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο ότι στο εξωτερικό και κυρίως στις προηγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, οι ανασχηματισμοί, δηλαδή οι μαζικές και ταυτόχρονες αλλαγές στις κυβερνητικές συνθέσεις, αποτελούν την σπάνια εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Οι υπουργοί που επιλέγονται έχουν μπροστά τους όλο τον χρόνο για να ασκήσουν την πολιτική για την οποία ψηφίστηκε η κυβέρνηση στην οποία συμμετέχουν. Αν αποτύχουν ή διαφωνήσουν με τον πρωθυπουργό παραιτούνται και αντικαθίστανται χωρίς να χρειάζεται ο επικεφαλής της κυβέρνησης να κάνει ανασχηματισμό.

Στη δική μας χώρα ισχύει μάλλον το αντίθετο: οι υπουργοί σπανίως παραιτούνται και σπανιότερα καρατομούνται. Για να αντικατασταθούν χρειάζεται, πάμπολλες φορές, να γίνει ανασχηματισμός είτε γιατί δεν υπάρχει η ευθιξία της παραίτησης, είτε γιατί οι πρωθυπουργοί δεν θέλουν να γίνουν δυσάρεστοι στους συνεργάτες τους και προτιμούν να τηρούν ισορροπίες μοιράζοντας τα υπουργικά χαρτοφυλάκια με ανορθολογικά κριτήρια.

Το αποτέλεσμα είναι να γίνεται στην Ελλάδα, κατά μέσο όρο, ένας μικρός ή μεγάλος κυβερνητικός ανασχηματισμός κάθε χρόνο. Η συνήθης δε εξέλιξη είναι ότι έπειτα από κάθε ανασχηματισμό ο αριθμός των υπουργών και των υφυπουργών να μεγαλώνει, καθώς αυξάνονται οι πιέσεις για την κατάληψη κυβερνητικών θώκων και μειώνονται τα περιθώρια που έχουν οι επικεφαλής των κυβερνήσεων να μην ενδίδουν στις φιλοδοξίες για υπουργοποίηση. Ενώ ταυτόχρονα οι αδιάκοπες φήμες για επικείμενο ανασχηματισμό οδηγούν σε παραλυτικά φαινόμενα τον κρατικό και κυβερνητικό μηχανισμό που δεν λειτουργούν χωρίς την αίσθηση ενός ισχυρού πολιτικού προϊστάμενου.

Είναι, λοιπόν, ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι κυβερνητικοί ανασχηματισμοί σχεδόν ποτέ δεν λύνουν προβλήματα. Γι΄ αυτό και προκαλεί απορίες πως ένας έμπειρος πολιτικός, όπως ο νυν πρωθυπουργός, δεν «κόβει μαχαίρι» τη συζήτηση περί επικείμενου ανασχηματισμού, προχωρώντας αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες, στην άμεση αντικατάσταση όποιου υπουργού ή υφυπουργού δεν ανταποκρίνεται στα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί.

Τόσο δύσκολο, άραγε, είναι για τον κ. Μητσοτάκη να συνεχίσει να αποφεύγει την πεπατημένη;